
ΑΝΑΚΑΛΨΤΕ. ΙΣΤΟΡΙΑ.
Μπερμπάτι και Πρόσυμνα
Η Μετονομασία
Το 1927, στα πλαίσια της μετονομασίας και του εξελληνισμού των ξενικών ονομάτων των οικισμών της χώρας, το χωριό μετονομάστηκε από Μπερμπάτι σε Προσύμνη, χωρίς η τοποθεσία του οικισμού και της κοιλάδας να συμπίπτει με την τοποθεσία της αρχαίας πόλης.
Το νέο όνομα άργησε πολύ να υιοθετηθεί από τους κατοίκους όχι μόνο του ίδιου του χωριού αλλά και της ευρύτερης περιοχής και περιοριζόταν για πολλές δεκαετίες στα επίσημα έγγραφα, στις πινακίδες σήμανσης και τους επίσημους χάρτες. Τουλάχιστον ως και την δεκαετία του 90 υπήρχαν κάτοικοι που πρέσβευαν την επιστροφή στην ονομασία Μπεμπάτι.
Σήμερα ωστόσο, σχεδόν 100 χρόνια μετά την μετονομασία, το όνομα Προσύμνη χρησιμοποιείται ευρέως, ενώ λίγοι είναι οι μεγαλύτεροι που κάνουν ακόμα χρήση της παλιάς ονομασίας Μπερμπάτι, το οποίο σιγά-σιγά περνάει στη λήθη του χρόνου.
Σε πολλές περιπτώσεις, η ονομασία οικισμών με νέα ονόματα, που δεν είχαν καμία σχέση με την ιστορία, την παράδοση, τους θρύλους και τη ζωή των κατοίκων τους, ισοδυναμούσε με το «σβήσιμο» της ιστορίας και το Μπερμπάτι δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν και το χωριό υπήρξε στα τέλη του 19ου αιώνα ως το 1912 η έδρα του Δήμου Προσυμναίων, δικαιολογώντας έτσι μια κάποια σχέση με την ονομασία Πρόσυμνα, η μετονομασία έχει δημιουργήσει σύγχυση όσων αφορά την ιστορία της περιοχής. Το αποτέλεσμα είναι πολύς κόσμος να μπερδεύει/ταυτίζει την ιστορία και τα σημαντικά ευρήματα της αρχαίας Πρόσυμνας με την ιστορία του Μπερμπατίου, ενώ η ίδια η ιστορία και τα εξίσου σημαντικά ευρήματα της κοιλάδας του Μπερμπατίου παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστα.

Ο εξελληνισμός των τοπωνυμίων
Ο εξελληνισμός των τοπωνυμίων της χώρας υπήρξε μια οργανωμένη εθνική επιχείρηση, που ξεκίνησε από την εποχή της βασιλείας του Όθωνα. Από το 1833 έως το 2011 πραγματοποιήθηκαν, σε τρεις διαφορετικές περιόδους, συνολικά 4.986 μετονομασίες. Πολλοί οικισμοί μετονομάστηκαν παραπάνω από μία φορά.
Από την αρχή της συγκρότησής της, η διοίκηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, άρχισε να δανείζεται ονόματα από την ελληνική αρχαιότητα για να ονομάσει περιφέρειες, τους νομούς, τις επαρχίες, τους δήμους και τους οικισμούς παραβλέποντας τις υφιστάμενες επί αιώνες ονομασίες.
Με αυτόν τον τρόπο οι κυβερνώντες προσπαθούσαν να αντικρούσουν τα επιχειρήματα του Αυστριακού περιηγητή και ιστορικού Γιάκομπ Φαλμεράυερ, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1830 υποστήριξε ότι οι Νεοέλληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αλλά αποτελούν στην ουσία σλαβική φυλή αναμεμειγμένη με Αλβανούς και ελληνόφωνους Βυζαντινούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη- θεωρία που στήριξε σε μεγάλο βαθμό πάνω στο υφιστάμενο τοπωνυμικό. Οποιαδήποτε αμφιβολία για την καταγωγή και τη συνέχεια των νεοελλήνων υπονόμευε την ύπαρξη του ίδιου του ελληνικού κράτους καθώς και την πορεία σύγκλισής του προς την Ευρώπη.
Τη πρώτη περίοδο 1833-1909, μετονομάστηκαν συνολικά 192 οικισμοί, το 24% των οποίων στην Αργολιδοκορινθία, λόγω της εγγύτητας με τη πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο, και της επιτακτικής ανάγκης να συνδεθεί η συγκεκριμένη περιοχή με το αρχαίο παρελθόν της.
Ωστόσο, η ακριβής αντιστοιχία μεταξύ αρχαίας και νέας γεωγραφίας δεν ήταν πάντα δεδομένη.
Το Ανατολικό Ζήτημα, η επακόλουθη άνοδος του Εθνικισμού στα Βαλκάνια και η επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους ενίσχυαν την διατήρηση της πολιτικής γραμμής στο θέμα των τοπωνυμίων. Ωστόσο, μια μερίδα λογίων διαφωνούσε επίμονα με τις μετονομασίες και τάχτηκε υπέρ της διατήρησης των παλιών τοπωνυμίων. Ο γεωγράφος, πανεπιστημιακός και ιστορικός Αντώνης Μηλιαράκης (1841-1905) υποστήριξε πως κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αντικαταστήσει τα γεωγραφικά ονόματα που είχαν διατηρηθεί για αιώνες και συνδέονταν με τη μεσαιωνική και την νεότερη ιστορία της χώρας, διαταράσσοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση των ανθρώπων με το χώρο, μόνο και μόνο επειδή τα θεωρούσαν βάρβαρα, σλαβικά, ενετικά ή τούρκικα.
Η δεύτερη περίοδος διήρκησε από το 1910 και 1940 και ξεκίνησε με τη σύσταση της «Επιτροπείας προς μελέτην των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωσιν του ιστορικού λόγου αυτών» (ΦΕΚ125/1909), που θα γνωμοδοτούσε για την μεταβολή των «αλλόγλωσσων» ή «κακόφωνων» ονομάτων που δεν είχαν «ιστορική αξία» και την αντικατάστασή τους με ελληνικά «εύηχα και όμορφα» ονόματα.
Το 1912, η διάλυση των Δήμων με τον Νόμο ΔΝΖ΄ «περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων», επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των «κακόφωνων» και «αλλόγλωσσων» τοπωνυμίων. Ταυτόχρονα, η προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης, ανάγκασαν το Ελληνικό κράτος να επισπεύσει την επίλυση του τοπωνυμικού ζητήματος με τρόπο που να διασφαλίζεται η ελληνικότητα του χώρου και να αποτρέψει τυχόν εδαφικές διεκδικήσεις από τα γειτονικά βαλκανικά κράτη. Έτσι, στο διάστημα 1910-1940 υλοποιήθηκαν 3.499 μετονομασίες οικισμών, από τις οποίες 2.579 μετονομασίες μόνο την τριετία 1926-1928.
Τέλος, την τρίτη περίοδο από το 1940 έως το 2011, υλοποιήθηκαν συνολικά 1.295 μετονομασίες οικισμών.


«Πᾶσα ἀντικατάστασις σημερινῶν ὀνομάτων δι’ ἀρχαίων καὶ πᾶσα μεταβολὴ ἔτι τῆς ρίζης ἢ τῶν καταλήξεων αὐτῶν, ἐπιχειρουμένη ὑπὸ τῶν γεωγραφούντων ἢ ὑπὸ τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν ἄνευ μελέτης, ἰσοδυναμεῖ πρὸς καταστροφὴν ζωντανῶν μνημείων, μνημείων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ γλώσσης»
– Αντώνης Μηλιαράκης (1841-1905)
Ο Δήμος Προσυμναίων
Η προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου ονόματος της Πρόσυμνας ανάγεται ήδη στο 1834, όταν με το ΦΕΚ 19/1834 ιδρύεται ο Δήμος Προσύμνης της Επαρχίας Ναυπλίας με έδρα το Ανυφί, που μετονομάστηκε σε Πρόσυμνα. Άλλα ονόματα χωριών του Δήμου Προσύμνης ήταν το Πλατανίτι, το Αϊδίνμπεη/Αβδήμπεη (σημ. Ηραίον), το Μπάρδανι (σημ. Αμυγδαλίτσα) και η Ντούσσα (σημ. Μετόχι).
Το Μπερμπάτι, που απαρτιζόταν τότε από 230 κατοίκους (51 οικογένειες), υπήχθη διοικητικά στο Δήμο Λιμναίας της επαρχίας του Άργους με έδρα τις Λίμνες, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Αργολιδοκορινθίας εκείνη την εποχή.
Το 1840, ο Δήμος Προσύμνης της Επαρχίας του Ναυπλίου καταργήθηκε (ΦΕΚ 22/1840). Την ίδια χρονιά στην Επαρχία του Άργους, ο Δήμος Λιμνών (δηλαδή οι Λίμνες και το Μπερμπάτι) συγχωνεύτηκε με το Δήμο Ιναχίας, ο οποίος απαρτιζόταν από τα χωριά Επάνω Φύκτια, Μπόρσα, Πρίφτανι (σημ. Μοναστηράκι), Μαλανδρίνι, Χώνικα (σημ. Νέο Ηραίο), Πασσιά (η αρχική έδρα του Δήμου που είχε μετονομαστεί το 1834 σε Ιναχία και ονομάζεται σήμερα Ίναχος), Μπούτια (σήμ. Ήρα), Πλέσσα (ο οικισμός καταργήθηκε το 1845), Βασόρκα (ο οικισμός καταργήθηκε το 1940) και Βαρδουβά (σημ. Τρίστρατον). Έδρα του Δήμου έγινε ο Χώνικας.
Στα τέλη του 1867, μετά από σχετική γνωμοδότηση του δημοτικού Συμβουλίου Ιναχίας και του Επαρχιακού Συμβουλίου Άργους, η πρωτεύουσα του Δήμου Ιναχίας μεταφέρθηκε από τον Χώνικα στο Μπερμπάτι (ΦΕΚ 10/1868).
Το 1871 (ΦΕΚ 43), ο Δήμος Ιναχίας μετονομάστηκε σε Δήμο Προσυμναίων κατόπιν γνωμοδότησης του αρχαιολόγου Παναγιώτη Ευστρατιάδη ο οποίος καθόρισε και το έμβλημα του δήμου, ένα παγόνι με ανοιχτή την ουρά του, το οποίο εμπνεύστηκε από αρχαίο αυτοκρατορικό νόμισμα των Αργείων.
Με εξαίρεση την διετία 1875-77, όταν η έδρα μεταφέρθηκε στο χωριό Πασσιά (σημ. Ίναχος), το Μπερμπάτι παρέμεινε η έδρα του Δήμου Προσυμναίων ως την κατάργηση των Δήμων το 1912, όταν δημιουργήθηκε η Κοινότητα Μπερμπατίου.

Αρχαία Πρόσυμνα
Στην αρχαιότητα, Πρόσυμνα ονομαζόταν περιοχή της Αργολίδας, στην επικράτεια της οποίας βρισκόταν το Ηραίον του Άργους. Ο Παυσανίας αναφέρει χαρακτηριστικά ότι Πρόσυμνα ονομαζόταν η «υπό το Ηραίο χώρα».
Οι συστηματικές ανασκαφές που έγιναν από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (Waldstein 1892-95 και Carl Blegen 1925-28) και αργότερα σε συνεργασία της Αμερικανικής και της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής (Caskey-Amandry 1947-49), απέδειξαν ότι η θέση του Ηραίου ταυτίζεται με τη μυκηναϊκή Πρόσυμνα, η Ακρόπολη της οποίας βρισκόταν στην θέση, όπου ιδρύθηκε αργότερο το ιερό.
Αν και η χρήση του χώρου ξεκινά ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., τα πρώτα σημαντικά λείψανα της Πρόσυμνας είναι ο θολωτός τάφος στη θέση Ασπρόχωμα και το νεκροταφείο 52 θαλαμωτών τάφων δυτικά του ρέματος του Κάστρου που χρονολογούνται στους μυκηναϊκούς χρόνους (15ος-13ος αιώνας π.Χ.). Η περιοχή της Πρόσυμνας συνδεόταν με τις Μυκήνες με έναν σημαντικό δρόμο (M4).
Το ιερό της Ήρας αναπτύχτηκε από τους Αργείους από τον 8ο αιώνα π.Χ. με στόχο τον έλεγχο της αργολικής πεδιάδας. Από τότε η πόλη του Άργους συνδέθηκε με το ιερό με έναν δρόμο μήκους 8 χιλιομέτρων. Ο πρώτος ναός ιδρύθηκε στο Ηραίο τον 7ο αιώνα π.Χ. και η Ήρα έγινε η προστάτρια του Άργους. Η σημασία του ιερού για το πανελλήνιο αυξήθηκε συνεχώς. Η μεγάλη ακμή σημειώθηκε το 5ο αιώνα π.Χ. αλλά ο χώρος συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.

ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Κυρά της Πρόσυμνας
To γνωστό ελεφάντινο γυναικείο ειδώλιο της Μυκηναϊκής εποχής που ονομάστηκε «Η Κυρά της Πρόσυμνας» και φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, βρέθηκε από τον Carl Blegen στον πλούσιο Τάφο LI (51) κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που διενήργησε στην Αρχαία Πρόσυμνα το 1925-1928.
Το αγαλματίδιο θεωρείται μοναδικό για τις πολύτιμες πληροφορίες που προσφέρει για την ενδυμασία και τον καλλωπισμό της εποχής.
Σε αντίθεση με την κοινή γνώμη, το αγαλματίδιο αυτό δεν έχει σχέση με την ιστορία της κοιλάδας του Μπερμπατίου.
Φωτογραφίες: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο


Η Ονομασία Μπερμπάτι
Η προέλευση της ονομασίας δεν είναι εξακριβωμένη. Στο χωριό κυκλοφορεί ευρέως η «παράδοση» ότι την ονομασία την έδωσαν οι Τούρκοι γιατί κάποιοι κάτοικοι φέρθηκαν «μπερμπάντικα» (απατεωνίστικα). Ωστόσο η λέξη μπερμπάντης έχει τις ρίζες της στην ιταλική λέξη birbante που σημαίνει απατεώνας, άτομο πανούργο και ανέντιμο, συνεπώς η έκδοση αυτή δεν ευσταθεί.
Πιο πιθανή είναι η άποψη ότι το χωριό πήρε την ονομασία του από την αλβανική οικογένεια των Μπαρμπάτι (Barbati), η οποία θα πρέπει να εγκαταστάθηκε στη περιοχή τον 15ο αιώνα και της οποίας πολλά μέλη υπηρέτησαν ως μισθοφόροι (stradioti) της Ενετικής Δημοκρατίας.
Για ανταμοιβή των υπηρεσιών τους, οι Βενετοί παραχώρησαν στους Stradioti γαίες και ολόκληρα χωριά που πήραν το όνομά τους. Άλλα χωριά της περιοχής που οφείλουν το όνομά τους στο επώνυμο Αλβανών μισθοφόρων είναι τα χωριά Γκέρμπεσι (Μιδέα), Μάνεσι, Ντούσσα-Μπάρδι ή Μπάρδανι (Μετόχι και Αμυγδαλίτσα), Κίνα-Μπάρδι (Νέο Ροεινό), Μπόρσα, Παναρίτι, Πλατανίτι, Πλέσσα και Πρίφτανι (Μοναστηράκι).
Μετά την πτώση του Ναυπλίου στους Οθωμανούς το 1540, πολλές οικογένειες της περιοχής Ναυπλίου πήραν τον δρόμο της εξορίας προς τις βενετικές κτήσεις. Μέλη των Μπαρμπάτη υπηρέτησαν στη Βενετία, στη Δαλματία και στα Ιόνια νησιά.
