ΑΝΑΚΑΛΨΤΕ. ΙΣΤΟΡΙΑ.

Οι Αρβανίτες

ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ

Εν αρχή ήταν το Άρβανον

Το σημείο εκκίνησης της μετανάστευσης και επέκτασης των αλβανικών φύλων προς Νότο στο 13ο αιώνα θεωρείται το Άρβανον, μια περιοχή στην ενδοχώρα του Δυρραχίου τα όρια της οποίας δεν είναι καθορισμένα με ακρίβεια. Κατά τον Γάλλο καθηγητή Βυζαντινής ιστορίας Αlain Ducellier, η ορεινή αυτή περιοχή εκτεινόταν ως την Κρούγια και τα περίχωρα της λίμνης της Οχρίδας. 

Δεν είναι εξακριβωμένο εάν η αλβανική εθνική ομάδα, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στις βυζαντινές πηγές τον 11ο αιώνα με τον όρο «Αρβανίτες», σχηματίστηκε αποκλειστικά στη περιοχή αυτή ή εάν προϋπήρχε της εγκατάστασης σε εκείνη. Υπάρχει η άποψη ότι η ομάδα αυτή ίσως εγκαταστάθηκε στη περιοχή για την στρατιωτική φύλαξη της Εγνατίας Οδού, σε μια εποχή που ο μεγάλος αυτός οδικός άξονας που συνέδεε το Δυρράχιο με την Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία.

Το Μεσαίωνα, το Άρβανον ήταν μια περιοχή ενταγμένη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι Αρβανίτες ένας λαός πολύ γνωστός στους Βυζαντινούς. Επρόκειτο για έναν «ποιμενικό-πολεμικό λαό», όπως τους περιγράφει ο Χαλκοκονδύλης, που ακολουθούσε ημι-νομαδικό βίο όπου κυριαρχούσε η κοινωνική οργάνωση σε φάρες (φάρα στα αρβανίτικα σημαίνει γένος), η πάγια κτηνοτροφική δραστηριότητα και η στρατιωτική λειτουργία της ομάδας. Τα μέλη της φάρας ήταν συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας και αδελφοποιητοί (βλάμηδες) με κοινό πρόγονο, που ήταν και ο ονοματοδότης τους. Οι μεταξύ τους σχέσεις ρυθμίζονταν από κανόνες εθιμικού δικαίου (kanun).

Η διαφύλαξη της κτηνοτροφικής παραγωγής καθόριζε τον τρόπο ζωής τους. Όντας εμπειροπόλεμοι φύλακες υπερασπίζονταν την ομάδα σε περίπτωση κινδύνου, την οδηγούσαν σε ασφαλέστερες περιοχές, διενεργούσαν τις διαπραγματεύσεις με τους επικρατούντες στις περιοχές αυτές ή υπερισχυουσών αυτών ζώντας παρασιτικά, αποσπώντας ζωτικό χώρο για τη φάρα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την επιβίωσή της. Ενίοτε μέλη της φάρας αυτονομούνταν, αναζητώντας εργοδότες και πόρους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Έμπαιναν έτσι στην υπηρεσία διαφορετικών κυριάρχων, επέστρεφαν στις οικογένειές τους με μισθούς και λείες ή αφομοιώνονταν, προωθούνταν σε άλλες περιοχές και χάνονταν από την κοινή ομάδα.

Φαίνεται μάλιστα ότι οι Αρβανίτες ανέκαθεν εκτρέφανε άλογα και ειδικεύονταν στο ελαφρύ ιππικό.

Στις βυζαντινές πηγές του 12ου αιώνα, οι Αρβανίτες εμφανίζονται ως μισθοφόροι στην υπηρεσία των Βυζαντινών στην υπεράσπιση του Δυρραχίου έναντι των Νορμανδών εισβολέων. Για τις υπηρεσίες τους, το Βυζάντιο αντάμειψε τους ντόπιους αρχηγούς φατριών με προνόμια, αυλικούς τίτλους και τους τοποθέτησε επικεφαλής πολλών περιοχών.

Η εσωτερική κρίση της βυζαντινής αυτοκρατορίας που σημειώθηκε μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού το 1180, οδήγησε το 1190 στην δημιουργία του πριγκιπάτου του Αρβάνου, μιας εύθραυστης ηγεμονίας  που έγινε πεδίο ανταγωνισμού του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της αυτοκρατορίας της Νίκαιας μετά την διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τη Δ’ Σταυροφορία το 1204. Για την ενίσχυση των συνόρων προς την φραγκοκρατούμενη χώρα, το Δεσποτάτο της Ηπείρου προχώρησε στην επιλεκτική εγκατάσταση ομάδων Αρβανιτών και σε περιοχές της Θεσσαλίας «δια χρυσοβούλλου και προστάγματος βασιλικού».

Το 1271-1272, μετά τον θάνατο του δεσπότη Μιχαήλ Β’ Κομνηνού, οι Φράγκοι Ανδηγαυοί κατέλαβαν τα εδάφη με πόλη κλειδί το Δυρράχιο και ίδρυσαν το βασίλειο «Regnum Albaniae», χρησιμοποιώντας για τον λαό τους όρους Albanenses, Albanesi, Albanois κ.ά. τα οποία γενικεύτηκαν αργότερα στην Δύση.  Η εγκαθίδρυση από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό ενός φεουδαρχικού συστήματος μετέτρεψε κάποιες αλβανικές φατρίες που έκαναν μεταστροφή από την Ορθοδοξία στον Καθολικισμό σε οίκους ευγενών, με ισχυρότερους τους οίκους  των Τόπια (Θώπια) και Μουζάκα. Το 1368 ο αλβανός ηγεμόνας Κάρολος Θώπια εκδίωξε τους Ανδηγαυούς από το Δυρράχιο και αυτοανακηρύχτηκε «Princeps Albaniae» (αυθεντεύων πάσης χώρας Αλβανού).


Το Δυρράχιο και η ενδοχώρα του, χάρτης από το βιβλίο του Simon Pinargenti “Isole che son da Venetia nella Dalmatia et per tutto l’Arcipelago, fino a Costantinopoli, con le loro Fortezze e con le terre piu notabili di Dalmatia” (1573)
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ

Η αλβανική μετανάστευση

Η αρχή της μαζικής αλβανικής μετανάστευσης προς Νότο τοποθετείται από τους περισσότερους ιστορικούς στο 13ο αιώνα ενώ συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Τα αίτιά της αποδίδονται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες. Η αριστοκρατοποιήση μέρος των Αρβανιτών αρχηγών και η μετάλλαξη τους σε γαιοκτήμονες  που μονοπωλούσαν τα εδάφη συχνά με τη βία σε συνδυασμό με την δημογραφική ανάπτυξη των αλβανικών φυλών, οδήγησε σε εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των φατριών και στον αναγκαστικό εκτοπισμό τμημάτων εξ αυτών προς αναζήτηση νέων τόπων που θα εξυπηρετούσαν την πατροπαράδοτη ζωή και την οικονομική και κοινωνική τους οργάνωση.

Οι Αρβανίτες άφησαν το Άρβανον και πήραν το δρόμο του Νότου ακολουθώντας τις κοιλάδες και τα ποτάμια. Μετακινούνταν σταδιακά και μπορούσαν να μείνουν για πολλά χρόνια ακόμα και δεκαετίες στους τόπους της προσωρινής εγκατάστασής τους. Μέσω του  δρόμου της Καστοριάς έφτασαν στις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου στη Θεσσαλία που σε συνδυασμό μ’ έναν πεδινό ζωτικό χώρο πρόσφεραν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της εποχιακής κτηνοτροφίας -τα απαραίτητα βοσκοτόπια για τα κοπάδια και τα άλογά τους- και για την λειτουργία του γεωργοκτηνοτροφικού οικονομικού συστήματος της ομάδας.

Πηγές αναφέρουν ότι στα πρώτα χρόνια της καθόδου τους, οι Αρβανίτες της Θεσσαλίας ήταν 12.000 οργανωμένοι σε φυλές, τρεις από τις οποίες μας είναι γνωστές με το όνομα των αρχηγών τους: Μπουαίους, Μαλακασαίους και Μεσσαρίτες. Ωστόσο, τοπικοί πληθυσμοί και άρχοντες της Θεσσαλίας αντιδρούσαν στην εξάπλωση του αλβανικού στοιχείου το οποίο «κατέστρεφε εντελώς ό,τι βρισκόταν έξω από τα τείχη των κάστρων». Με ορμητήριο την Πίνδου ρήμαζαν με επιδρομές την πεδινή Θεσσαλία. Το 1333, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος αναγκάστηκε να εκστρατεύσει εναντίων των «αβασίλευτων» Αρβανιτών της Θεσσαλίας και τους ανάγκασε σε υποταγή.

Το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, η εξάπλωση της Σερβικής Αυτοκρατορίας επί του Στέφανου Δουσάν σε όλη τη σημερινή Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, την Ήπειρο, την Μακεδονία και τη Θεσσαλία, διευκόλυνε την κάθοδο των Αρβανιτών οι οποίοι υπηρετούσαν ως μισθοφόροι των Σέρβων. Με την βοήθεια τους ο Δουσάν άπλωσε την επικράτειά του έως τα σύνορα προς το Καταλανικό Δουκάτο της Αθήνας έως τις ακτές του Κορινθιακού Κόλπου.

Οι κορυφές της Πίνδου
Joly Alexis V.,
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ

H Μαύρη Πανώλη

Τα πρώτα κρούσματα της πανώλης εμφανίστηκαν στη Πελοπόννησο το φθινόπωρο του 1347. Η νόσος διαδόθηκε μέσα από τα πολυσύχναστα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης, κτήσεις βενετικές, και άλλα με λιγότερη κίνηση που βρίσκονταν στα χέρια των Βυζαντινών και των Φράγκων. Μέσω των λιμανιών αυτών η Πελοπόννησος είχε συνεχείς επαφές με όλες της περιοχές του κόσμου που είχαν προσβληθεί από την επιδημία, από την Κωνσταντινούπολη και τις πόλεις της Δυτικής Ιταλίας ως τις κτήσεις των Βενετών στην Ανατολή.  Έτσι, η χερσόνησος που είχε ήδη υποστεί δημογραφική συρρίκνωση εξαιτίας των εμφυλίων και μη συρράξεων μεταξύ Βυζαντινών, Φράγκων και Ενετών αλλά και τις συχνές τουρκικές επιδρομές, αποδεκατίστηκε από την επιδημία. Περίπου το ένα τέταρτο ως το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της αφανίστηκε από τον Μαύρο Θάνατο. Οι διαδοχικές επανεμφανίσεις της επιδημίας σε όλο το 14ο αιώνα επιδείνωσαν την κατάσταση. Ολόκληρες περιοχές ερήμωσαν δημιουργώντας ένα τοπικό δημογραφικό κενό. Βυζαντινοί και Φράγκοι προσπάθησαν να επιλύσουν το πρόβλημα της έλλειψης κατοίκων και καλλιεργητών, εφαρμόζοντας μια πολιτική προσέλκυσης μεταναστών.

Εν τω μεταξύ, η μαύρη πανώλη άφησε άθικτη τόσο το Άρβανον όσο και τις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου στη Θεσσαλία. Οι Αρβανίτες μπόρεσαν να διατηρήσουν το ρυθμό αναπαραγωγής τους και βρέθηκαν σε πλεονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τους γειτονικούς πληθυσμούς τους. Πέρασαν στη Νότια Ήπειρο και την Ακαρνανία και σημείωσαν σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες που επέτρεψαν σε ορισμένα τμήματα της ομάδας να σχηματίσουν μικρά αυτόνομα πριγκιπάτα στο Αγγελόκαστρο υπό τον Γκίνη Μπούα και στην Άρτα υπό τον Πέτρο Λιόσα.  Άλλα τμήματα κατάφεραν χωρίς την άσκηση βίας να πετύχουν ουσιαστικές παραχωρήσεις από την πλευρά των φράγκων και ενετικών αρχών που αναζητούσαν συμπληρωματικές στρατιωτικές δυνάμεις και εγκαταστάθηκαν μαζικά στην Αττική και στην Εύβοια.

Η Μαύρη Πανώλη διαδόθηκε στη Πελοπόννησο μέσω των λιμανιών της
Breydenbach B. v., Το λιμάνι της Μεθώνης (1502)
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ

Η Μετανάστευση στην Πελοπόννησο

Η πρώτη εγκατάσταση αλβανικών φύλων στη Πελοπόννησο δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια. Στη διάρκεια της βασιλείας του πρώτου Δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνού (1348-1380), επισημαίνεται για πρώτη φορά η παρουσία Αλβανών μισθοφόρων στη Πελοπόννησο και πιο συγκεκριμένα στη περιοχή της Βελιγοστής. Οι πηγές όμως δεν μιλάνε με σαφήνεια για εποικισμό, συνεπώς δεν γνωρίζουμε εάν υπήρξε η εγκατάσταση κάποιας αλβανικής ομάδας η οποία συνόδευε τους μισθοφόρους που μπήκαν στην υπηρεσία του Δεσποτάτου.

Η θεμελιώδη για την ιστορία του Βυζαντινού Δεσποτάτου μετανάστευση Αλβανών στην Πελοπόννησο, συντελέστηκε το 1404-1405 όταν στον Ισθμό της Κορίνθου έφτασαν, χωρίς προηγούμενη συμφωνία με τις αρχές, δέκα χιλιάδες Αλβανοί (δεν γνωρίζουμε αν μιλάμε για 10.000 στρατιώτες ή 10.000 ψυχές) με την πρόθεση αλλά και την δύναμη να περάσουν στη Πελοπόννησο.

Η Κόρινθος και συνάμα ο έλεγχος της εισόδου της Πελοποννήσου μόλις το 1404 είχε πέσει οριστικά στα χέρια του Δεσπότη Θεόδωρου Α’ Παλαιολόγου, ο οποίος από την αρχή της βασιλείας του αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες λόγω των εμφυλίων συρράξεων αλλά κυρίως την εξάπλωση των Οθωμανών Τούρκων που ταλαιπωρούσαν την Πελοπόννησο με συνεχείς επιδρομές, λεηλασίες αλλά και μαζικές μετατοπίσεις πληθυσμών. Παρά τις αντίθετες συμβουλές ορισμένων ανθρώπων του περιβάλλοντός του που έβλεπαν με καχυποψία τους ξένους, ο Δεσπότης επέτρεψε -μετά από διαπραγματεύσεις- την είσοδό στους Αλβανούς με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές υπηρεσίες τους.

Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια την προέλευση των 10.000 Αρβανιτών που συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό. Ωστόσο, θεωρείται πολύ πιθανόν να ανήκαν στα φύλα της θεσσαλικής ομάδας που πήραν το δρόμο της Βοιωτίας για να φτάσουν στην Πελοπόννησο. Οι Αρβανίτες εγκατέλειψαν τη Θεσσαλία αφήνοντας μόνο ελάχιστα ίχνη. Μια εξήγηση που προβάλλεται είναι η καταστροφή του σέρβικου πριγκιπάτου της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1393 και οι έντονες πιέσεις που ασκούσαν στους Αρβανίτες με τους οποίους λειτουργούσαν ιδιαίτερα ανταγωνιστικά. Συνεπώς είναι πιθανόν να ξεκίνησε στα τέλη του 14ου αιώνα ένα μεταναστευτικό ρεύμα από τη Θεσσαλία το οποίο, λόγω της αργής φύσης της μετακίνησης του,  κατέληξε στις αρχές του επόμενου αιώνα στη Πελοπόννησο.

Μια άλλη άποψη που έχει εκφραστεί είναι τα αλβανικά αυτά φύλα να προέρχονταν από την Δυτική Ελλάδα μετά την κατάλυση της αλβανικής εξουσίας στο Αγγελόκαστρο από τον Κάρολο Τόκκο το 1405. Ωστόσο θα είχε περισσότερο νόημα μια μετανάστευση των Αρβανιτών από το Αγγελόκαστρο στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπως και έγινε.

Το 1418, σημειώνεται ένα δεύτερο κύμα μετανάστευσης αλβανικών φύλων στη Πελοπόννησο. Αυτές οι ομάδες που προερχόντουσαν κατά πάσα πιθανότητα από την Αιτωλία, την Ακαρνανία την Άρτα αλλά και από περιοχές της Ηπείρου μετά την οθωμανική εισβολή το 1417, πέρασαν στο Μοριά και διείσδυσαν στην Αχαΐα.

Η μετανάστευση των αλβανικών φύλων υπήρξε θεμελιώδη για την ιστορία του Βυζαντινού Δεσποτάτου του Μυστρά
Coronelli Vincenzo, Άποψη του Μυστρά (1687)
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ

Οι “Κατούνες”

Οι Αρβανίτες σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την έκταση της Πελοποννήσου. Ο μεγαλύτερος αριθμός εξ αυτών φαίνεται πως κατέληξε σε περιοχές της Αρκαδίας, κυρίως στη Καρύταινα και στη Τεγέα.

Τις πρώτες δεκαετίες μετακινούνταν με βραδύ και σταθερό ρυθμό αναζητώντας τις καλύτερες συνθήκες για αυτούς και τα κοπάδια τους. Χωρίς φανερές συγκρούσεις με τους ντόπιους πληθυσμούς κατέλαβαν ένα ζωτικό χώρο που αποτελούνταν κυρίως από ελεύθερες εκτάσεις, κατάλληλες για την εποχιακή κτηνοτροφία μέσω της οποίας εξασφάλιζαν τα αναγκαία βοσκοτόπια για τα πρόβατα και τα άλογά τους.

Ο ελληνικός πληθυσμός ήταν συγκεντρωμένος τότε ακόμα σε οχυρωμένες κωμοπόλεις και σε μεγάλα χωριά. Αγρότες στη μεγάλη τους πλειοψηφία, είχαν κτήματα μακριά από τις κατοικίες τους, αλλά το βράδυ επιστρέφανε στο σπίτι για να κοιμηθούν με ασφάλεια. Οι ελληνικές οικογένειες που ζούσαν απομονωμένα στην ύπαιθρο ήταν λιγοστές. 

Οι Αρβανίτες ζούσαν αρχικά σε μικρούς, προσωρινούς οικισμούς, εγκαταστάσεις ημι-νομαδικής χρήσης σε ορεινά ή ημιορεινά εδάφη, τις λεγόμενες «κατούνες» που συνδέονταν με τις κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες. Οι περισσότεροι οικισμοί έφεραν το όνομα της φάρας ή το όνομα της πιο σημαντικής οικογένειας, όταν πολλές οικογένειες με διαφορετικά ονόματα συγκατοικούσαν σε ένα χωριό. Στα εδάφη αυτά οι έποικοι αποκτούσαν περιστασιακή κατοχή ή νομή και όχι πλήρες εμπράγματο δικαίωμα. Ο αριθμός των ζώων που διατηρούσε μια κατούνα ήταν μεγάλος, κυρίως εκείνων των αλόγων. 

Η ενασχόλησή τους με την γεωργία οδήγησε τους Αρβανίτες σταδιακά στη μόνιμη εγκατάσταση. Αν και κάποιοι ιστορικοί τους θέλουν «ικανούς γεωργούς», οι πηγές μαρτυρούν ότι η αγροτική παραγωγή των Αρβανιτών δεν μπορούσε να θρέψει την οικογένεια όλο το χρόνο. Η επιβίωσή τους εξασφαλιζόταν από την κτηνοτροφία και τις εξωπαραγωγικές δραστηριότητες της ομάδας, όπως η συμμετοχή σε μισθοφορικά στρατεύματα.

Σε μεμονωμένες (ευρείες) οικογένειες δόθηκαν κτήματα σε πεδιάδες ή στα περίχωρα αστικών περιοχών, στα οποία εγκαταστάθηκαν οι Αρβανίτες ως μόνιμοι καλλιεργητές, απολαμβάνοντας κάποια προνόμια, όπως φοροαπαλλαγές, τα οποία εξαγοράζονταν με την υπηρεσία των ανδρών στο βυζαντινό στράτευμα.

Οι Βυζαντινοί είχαν έτσι στη διάθεσή τους πολεμικά χέρια που μπορούσαν να υπερασπιστούν την ύπαιθρο στο όνομα της επίσημης διοίκησης εναντίον κάθε εισβολέα αλλά και εσωτερικών εχθρών όπως ισχυρών γαιοκτημόνων που αμφισβητούσαν την κεντρική εξουσία. Το Δεσποτάτο χρησιμοποιούσε τους άτακτους Αρβανίτες στρατιώτες και για επιδρομές στις βενετικές κτήσεις.

Οι Αρβανίτες σκορπίστηκαν σε όλη σχεδόν την έκταση της Πελοποννήσου
Beauvau H. d., Χάρτης της Πελοποννήσου (1615)

Βιοβλιογραφία

Αποκτήστε περισσότερες γνώσεις για την ιστορία των Αρβανιτών μελετώντας τις πηγές

Ducellier A., “Οι Αλβανοί στην Ελλάδα 13ος-15ος αιώνας – Η Μετανάστευση μιας Κοινότητας”, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1994

Βρανούση Ε., “Οι όροι ‘Αλβανοί’ και ‘Αρβανίται’ και η πρώτη μνεία του ομωνύμου λαού της Βαλκανικής εις τα πηγάς του ΙΑ’ αιώνος”, Βυζαντινά Σύμμεικτα, τ. 2 (1970), σελ. 207-228

Καργάκος Σ., “Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες”, Εκδόσεις ΣΙΔΕΡΗΣ, 1999

Κορρέ Κ., “Μισθοφόροι Stradioti της Βενετίας. Πολεμικοί και κοινωνική λειτουργία”, Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας, Κέρκυρα 2017

Μπίρη Κ., “Αρβανίτες Οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού,” Εκδοτικός Οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ, 1998

Παναγιωτόπουλος Β., “Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας”, Ιστορικό Αρχείο-Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1987

Πούλος Ι., “Η εποίκησις των Αλβανών εις Κορινθίαν”, Αθήνα 1950

Κύλιση στην κορυφή