
ΑΝΑΚΑΛΥΨΤΕ. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ.
Η Μετανάστευση στις Η.Π.Α. στις αρχές του 20ου αιώνα
Τα αίτια της Μετανάστευσης
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Ελλάδα παρέμεινε μια πολύ φτωχή χώρα που υπέφερε από την έλλειψη πρώτων υλών, υποδομών και κεφαλαίων. Η γεωργία ασκούνταν ως επί το πλείστον σε επίπεδο διαβίωσης λόγω του μικρού κλήρου που υποστήριζε μόνο εντατικές καλλιέργειες όπως η σταφίδα και η ελαιοπαραγωγή. Τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου του εξωτερικού της εμπορίου, που ήταν μόνιμα παθητικό για τη χώρα (η Ελλάδα αγόραζε από το εξωτερικό πολύ περισσότερα από όσα πωλούσε εκεί), αφορούσε γεωργικά προϊόντα.
Στη κατηγορία αυτή την πρώτη θέση κατείχε η πελοποννησιακή σταφίδα, που είχε φτάσει σε αξία το ½ των συνολικών εξαγωγών και αποτελούσε το ρυθμιστικό παράγοντα στην προσπάθεια για την επίτευξη ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών και στην εισαγωγή συναλλάγματος. Ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο.
Κάποιοι Έλληνες επιχειρηματίες πλούτισαν ως έμποροι και πλοιοκτήτες και ο Πειραιάς εξελίχτηκε σε σημαντικό εμπορικό λιμάνι, αλλά ελάχιστη από αυτή την ευημερία βρήκε το δρόμο της προς την ελληνική αγροτική επαρχία.
Η κρίση υπερπαραγωγής της σταφίδας που εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1890 και στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά την ανάκαμψη των αμπελώνων της Γαλλίας, είδε ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής να μένει αδιάθετο, ενώ η μικρή ποσότητα που απορροφούσε η αγορά είχε πολύ χαμηλή τιμή.
Οι αυξημένες δαπάνες του Πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη στην προσπάθειά του να δημιουργήσει τις απαραίτητες υποδομές όπως το σιδηροδρομικό δίκτυο και η Διώρυγα της Κορίνθου, υπερφορολόγησαν την αδύναμη ελληνική οικονομία, και τον ανάγκασαν τελικά στη κήρυξη πτώχευσης το 1893 και στην αποδοχή της επιβολής μιας Διεθνούς Αρχής δημοσιονομικού ελέγχου για την εξόφληση των πιστωτών της χώρας.
Το 1897, ο συντηρητικός και λαϊκιστής διάδοχός του Θεόδωρος Δεληγιάννης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της προώθησης του ελληνικού εθνικισμού και της «Μεγάλης Ιδέας» (της αναβίωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), κήρυξε τον πόλεμο στους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα την ήττα του κάκιστου εκπαιδευμένου και εξοπλισμένου ελληνικού στρατού και την απώλεια εδαφών.
Η Ελλάδα παρέμεινε απελπιστικά χρεωμένη στους χρηματοοικονομικούς οίκους του Λονδίνου. Η φτώχεια ήταν διάχυτη στις αγροτικές περιοχές και στα νησιά. Η μεγάλης κλίμακας μετανάστευση των Ελλήνων στις Ηνωμένες Πολιτείες ήρθε να δώσει τη λύση.

Η «Γη της Επαγγελίας»
Ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που προσέλκυσε το δεύτερο μεγάλο ρεύμα μεταναστών από την Ευρώπη στις ΗΠΑ μεταξύ του 1880 και 1920. Μέσα σε μισό αιώνα μετά την λήξη του Εμφυλίου, οι νέες τεχνολογίες της εποχής οδήγησαν τις ΗΠΑ σε αλματώδη εκβιομηχάνιση.
Η επέκταση του ηλεκτροφωτισμού και τα ισχυρά μηχανήματα επέτρεψαν στα εργοστάσια να λειτουργούν πλέον όλο το εικοσιτετράωρο επί επτά ημέρες την εβδομάδα, απαιτώντας μεγάλο αριθμό εργατών αλλά και τις κατάλληλες υποδομές για να τους συντηρήσουν. Οι εξαντλητικές δωδεκάωρες βάρδιες απαιτούσαν να μένουν κοντά στα εργοστάσια. Έτσι, η εισροή των μεταναστών συνέβαλε στην ταχεία ανάπτυξη της αστικοποίησης. Ως το 1890, οι μετανάστες και τα παιδιά τους αποτελούσαν περίπου το 60 τοις εκατό του πληθυσμού των περισσότερων μεγαλουπόλεων του Αμερικάνικου Βορρά.
Στην Ευρώπη, η Μακρά Ύφεση που σημειώθηκε παγκοσμίως μετά το 1873 υπήρξε καταλυτική για τη μαζική υπερατλαντική μετανάστευση από αγροτικές κυρίως χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Αυστρο-Ουγγαρία, Ρωσία, Βαλκάνια και Ιταλία), που βρίσκονταν στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Αν και η μετανάστευση αυτή αποτέλεσε συνέχεια του προηγούμενου δυτικοευρωπαϊκού μεταναστευτικού ρεύματος του 19ου αιώνα προς της ΗΠΑ, ονομάστηκε «νέα μετανάστευση» παρακινούμενη από φυλετικές θεωρίες της εποχής σύμφωνα με τις οποίες οι μετανάστες από τα Βρετανικά Νησιά, τη Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες θεωρούνταν οι «πρωτοπόροι έποικοι» της Αμερικής, ενώ οι νεοαφιχθέντες Νοτιοευρωπαίοι κατατάσσονταν στους ανειδίκευτους προλετάριους και στις λιγότερο «λευκές» και συγγενείς πολιτισμικά φυλές.
Σε αντίθεση με το προηγούμενο ρεύμα, η μετανάστευση αυτή αποτέλεσε κατεξοχήν οικονομική μετανάστευση νεαρών ηλικιών και ειδικά ανδρών με πρόθεση επιστροφής (πρόσκαιρος ξενιτεμός). Περίπου 23 εκατομμύρια Ευρωπαίοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ μεταξύ 1880-1930.

Library of Congress
Οι Έλληνες Μετανάστες
Οι Έλληνες μετανάστες ακολούθησαν με μια σχετική χρονική υστέρηση τους μετανάστες των υπόλοιπων μεσογειακών χωρών στη διόγκωση της υπερατλαντικής μετανάστευσης. Η Ελληνική υπερατλαντική μετανάστευση ξεκίνησε δειλά-δειλά πριν το 1880, εξαπλώθηκε μετά το 1890 και απέκτησε μαζικές διαστάσεις στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.
Για το διάστημα 1899-1924 υπολογίζεται ότι μετανάστευσαν συνολικά περίπου 400.000 Έλληνες υπήκοοι, πάνω από το 8% του πληθυσμού της χώρας. Η εκροή αυτή υπήρξε από τις υψηλότερες στην Ευρώπη αναλογικά προς το μέγεθος του πληθυσμού.
Η μετανάστευση εκδηλώθηκε πρώτα και μαζικά στη Πελοπόννησο – γεγονός που συνδέεται με την σταφιδική κρίση- και επεκτάθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα στις υπόλοιπες γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας. Την περίοδο 1890-1911, τα ποσοστά εξόδου από την Πελοπόννησο άγγιξαν το 56,51% του συνόλου των Ελλήνων μεταναστών.
Σύμφωνα με απογραφή που διενεργήθηκε το 1911 για την περίοδο 1890-1911 με οδηγίες του Υπουργείου Εσωτερικών, η Αρκαδία παρουσίασε 22.465 αποδήμους, η Λακωνία 19.372, η Μεσσηνία 18.008, η Αργολιδοκορινθία 14.163 και η Αχαιοήλιδα 12.424.
Η μετανάστευση αφορούσε κυρίως τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας. Προκειμένου να επιβιώσει, η ελληνική αγροτική οικογένεια ως οικονομική και κοινωνική μονάδα, επέλεγε την εξωτερική μετανάστευση του συχνά πιο δυναμικού της μέλους: Άνδρες παραγωγικής ηλικίας μεταξύ 14-44 ετών και κυρίως άγαμοι, που συμπλήρωναν τα κριτήρια της βιομηχανικής οικονομίας και της αμερικανικής αγοράς εργασίας.
Αρχικά μετανάστευσαν μέλη οικογενειών των μεσαίων αγροτικών στρωμάτων που είχαν την δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν το ταξίδι κάποιου μέλους. Τα έξοδα αφορούσαν τα ατμοπλοϊκά και σιδηροδρομικά εισιτήρια, τα δολάρια που έπρεπε να προσκομίσουν στις αρχές κατά την είσοδό τους στις ΗΠΑ, και τις δαπάνες στις ΗΠΑ μέχρι την εύρεση εργασίας. Η εξασφάλιση των χρημάτων γινόταν είτε με την πώληση της οικογενειακής αγροτικής περιουσίας είτε μέσω της υποθήκευσης της σε κάποιον τοκογλύφο, ο οποίος τους δέσμευε επίσημα με συμβολαιογράφο ή δικηγόρο.
Αργότερα η αποστολή χρημάτων από τους συγγενείς που είχαν ήδη μεταναστεύσει στην Αμερική και η αποστολή προπληρωμένων εισιτηρίων από μεσίτες εργασίας και ιδιοκτήτες μικροεπιχειρήσεων κατέστησαν σταδιακά περιττή την πράξη του δανεισμού.

Library of Congress
Έμποροι της Μετανάστευσης
Ως το τέλος του 19ου αιώνα, η διακίνηση μεταναστών από την Ευρώπη στην Αμερική είχε εξελιχθεί σε μια μεγάλη διεθνή, κερδοφόρα και καλά οργανωμένη επιχείρηση. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές ατμοπλοϊκές εταιρείες διέθεταν εκτεταμένα δίκτυα από αντιπροσώπους, πράκτορες και μεσάζοντες σε όλη την Ευρώπη για να προσελκύσουν μετανάστες ως επιβάτες.
Τα δίκτυα αυτά δεν δημιουργήθηκαν εκ του μηδενός. Στη Πελοπόννησο, το κερδοφόρο εμπόριο της σταφίδας είχε δημιουργήσει μια μακρά αλυσίδα από ποικίλους μεσολαβητές οι οποίοι εξασφάλισαν τη ροή του αγροτικού προϊόντος στο εξωτερικό. Μετά την εκδήλωση της σταφιδικής κρίσης, ένα μεγάλο μέρος του κόσμου αυτού στράφηκε στην οικονομία της μετανάστευσης. Αντιπρόσωποι των ατμοπλοϊκών εταιριών, πράκτορες, τοπικοί ανταποκριτές, πλανόδιοι μεσίτες εξακτινώνονταν έως το πιο ορεινό χωριό αναζητώντας όχι πλέον αγροτικά προϊόντα για εξαγωγή αλλά πελάτες για μετανάστευση. Ενδεικτική είναι η μετατροπή του λιμανιού της Πάτρας από λιμάνι της σταφίδας σε πρωτεύουσα της μετανάστευσης από το 1905 και μετά.
Αυτό το δίκτυο των μεταναστευτικών πρακτόρων και ανταποκριτών που αντιπροσώπευαν τις μεγάλες ατμοπλοϊκές εταιρείες, πέρα από το να πείσουν τους υποψήφιους μετανάστες για τις ευκαιρίες του Νέου Κόσμου, διευκόλυνε τη γραφειοκρατική προετοιμασία του ταξιδιού και φρόντιζαν για τη συγκέντρωση των απαραίτητων πιστοποιητικών για την έκδοση της άδειας μετανάστευσης.
Συντηρούσαν τις μεταναστευτικές ροές συνεργαζόμενοι ακόμα και με εργατομεσίτες και τοκογλύφους, κοινοτικούς υπαλλήλους, ενίοτε και με παράνομους διακινητές και παραχαράκτες εγγράφων. Ένας μεγάλος αριθμός υποπρακτόρων δρούσε ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά όπου επιστρατεύονταν έναντι αμοιβής ακόμα και τοπικοί παράγοντες με επιρροή, όπως ιερείς, δάσκαλοι και πρόεδροι, προκειμένου να δελεάσουν νεαρούς άνδρες, πρόθυμους να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Η επιχείρηση της πώλησης εισιτηρίων ήταν χρυσοφόρα αφού εμπεριείχε υψηλές προμήθειες από τις εταιρείες, που φυσικά μετακυλούσαν στον μετανάστη. Σε κάποιες περιπτώσεις η τιμή του εισιτηρίου μπορούσε να φτάσει τις 550 δραχμές, όταν την ίδια στιγμή η αξία του διατλαντικού εισιτηρίου δεν ξεπερνούσε τις 250 δραχμές.
Τα κέρδη των μεσιτών αυξάνονταν ακόμα περισσότερο όταν η πώληση του εισιτηρίου γινόταν μέσω δανεισμού ο οποίος συνεπαγόταν για τον μετανάστη ασφυκτικές προθεσμίες εξόφλησης, τόκους και ασφάλιστρα. Τα κέρδη εκτοξεύονταν όταν ενεργούσαν, όχι για λογαριασμό κάποιας υπερωκεάνιας εταιρίας, αλλά κάποιου εργατομεσίτη στην Αμερική. Μεταπωλούσαν εισιτήρια προσαυξημένης αξίας (συχνά διπλάσιας αξίας από το εισιτήριο του υπερωκεάνιου) με την υπόσχεση της εγγυημένης εισόδου και εξεύρεσης εργασίας.
Η μετανάστευση αποτέλεσε ένα πεδίο επιχειρηματικότητας με μεγάλα περιθώρια κέρδους για όσους επαγγελματίες ή τυχοδιώκτες συμμετείχαν στην κινητοποίηση, την οργάνωση, την πραγματοποίηση και την διευκόλυνση της. Ποικίλοι επαγγελματίες στις πρωτεύουσες των νομών και ειδικά στα λιμάνια αναχώρησης, επωφελούνταν από την μετακίνηση: έμποροι τροφίμων και ένδυσης-υπόδησης, κουρείς, ξενοδόχοι, επιχειρηματίες της εστίασης, ασφαλιστές, εργάτες της ξηράς και της θάλασσας οι οποίοι μετέφεραν τις αποσκευές και τους επιβάτες στα πλοία κ.ά.
Η έλλειψη μεταναστευτικής νομοθεσίας και κρατικού ελέγχου στην Ελλάδα άφησε τεράστια περιθώρια εκμετάλλευσης σε βάρος ανθρώπων οι οποίοι ταξίδευαν ομαδικά και τις περισσότερες φορές για πρώτη φορά και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις εξαπάτησης τους. Ο μεγάλος ανταγωνισμός και η ασυδοσία που επικρατούσε στο χώρο της πρακτόρευσης των υπερωκεάνιων εισιτηρίων, ενθάρρυνε αθέμιτες πρακτικές, όπως διαφημιστικές καμπάνιες με υπερβολές και ψευδείς υποσχέσεις, ακόμη και την προώθηση των μεταναστών στα ευρωπαϊκά λιμάνια με την έκδοση μη κανονικών εισιτηρίων που δεν είχαν κανένα αντίκρισμα, με αποτέλεσμα οι μετανάστες να απορρίπτονται και να εγκαταλείπονται ανυπεράσπιστοι σε κάποιο ξένο λιμάνι.

Library of Congress
Ο Διάπλους του Ατλαντικού
Η μετάβαση στην εποχή των ατμόπλοιων που αυξάνονταν συνεχώς σε μέγεθος, προκειμένου να μεταφέρουν όλο και περισσότερους επιβάτες στη «Τρίτη θέση», σήμαινε μεγαλύτερη ασφάλεια και τακτικότητα των δρομολογίων μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών λιμανιών και της Νέα Υόρκης. Στη δεκαετία του 1880 ο χρόνος του διάπλους του Ατλαντικού είχε συρρικνωθεί σε λιγότερο από δύο εβδομάδες φτάνοντας τις 7-10 ημέρες στις αρχές του 20ου αιώνα και είχε γίνει λιγότερα επικίνδυνο, λόγω των συνεχόμενων βελτιώσεων στον σχεδιασμό των πλοίων.
Ωστόσο, οι συνθήκες μεταφοράς των Ελλήνων μεταναστών ως τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα παρουσίασαν αρκετές δυσκολίες και κινδύνους.
Ως το 1905, δεν υπήρχε τακτική, απευθείας σύνδεση της Ελλάδας με την Αμερική. Από το 1902, μόνο πλοία της Γερμανικής Ανατολικής Ατμοπλοΐας και της Γραμμής Αμβούργο-Αμερικής (Hamburg-America Line) που εξυπηρετούσαν την πρωτίστως μεταφορά εμπορευμάτων και δέχονταν επιπλέον έναν περιορισμένο αριθμό επιβατών, προσέγγιζαν τα λιμάνια του Πειραιά και της Πάτρας. Έτσι οι μετανάστες έπρεπε πρώτα να φτάσουν στα μεγάλα δυτικοευρωπαϊκά λιμάνια αναχώρησης των υπερωκεάνιων, όπως της Χάβρης και της Βουλώνης-συρ-Μερ της Γαλλίας, της Νεάπολης της Ιταλίας κ.ά.
Την περισυλλογή και μεταφορά των μεταναστών από τα λιμάνια του Πειραιά και της Πάτρας, καθώς από άλλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, και με αρχικό προορισμό τους διαμετακομιστικούς σταθμούς της Γαλλίας (Μασσαλία) και της Ιταλίας ανέλαβε η γαλλική ναυτιλιακή εταιρία «Messageries Maritimes», αλλά και διάφορες ιταλικές. Στους διαμετακομιστικούς σταθμούς, οι μετανάστες περίμεναν, συχνά για μέρες και απροστάτευτοι, την μετεπιβίβασή τους στα υπερωκεάνια ή εναλλακτικά προωθούνταν διηπειρωτικά με τρένα στα μεγάλα λιμάνια αναχώρησης.
Έτσι, η συνολική διάρκεια του ταξιδιού από την Ελλάδα ως το λιμάνι της Νέας Υόρκης έφτανε ακόμα και τις 40 ημέρες, λόγω των πολλαπλών μετεπιβιβάσεων και καθυστερήσεων. Στην ταλαιπωρία αυτή πρέπει να προσθέσουμε και την μακρά πεζοπορία μέχρι το πλησιέστερο σιδηροδρομικό σταθμό ή επαρχιακό λιμάνι μεγάλου μέρους των Ελλήνων μεταναστών που καταγόταν από απομονωμένες, ορεινές περιοχές της χώρας.
Αυτό άλλαξε με την μεταφορά των δραστηριοτήτων της αυστριακής «Αυστροαμερικάνα» στο λιμάνι της Πάτρας το 1905 και τη καθιέρωση απευθείας δρομολογίων με το λιμάνι της Νέας Υόρκης αλλά και με την είσοδο, μετά το 1907, ελληνικών εταιριών. Τα πλοία της «Αυστροαμερικάνα» εκτελούσαν το δρομολόγιο Πάτρα-Νέα Υόρκη σε 15 μέρες.
Σε πολλά υπερατλαντικά και μεγάλης ηλικίας ατμόπλοια, ειδικά σε εκείνα που δραστηριοποιούνταν στη Μεσόγειο, οι συνθήκες διαβίωσης παρέμειναν δύσκολες, ανθυγιεινές και δυνητικά επικίνδυνες για τους επιβάτες της οικονομικής θέσης. Οι μετανάστες στοιβάζονταν κατά εκατοντάδες σε ένα υπερφορτωμένο διαμέρισμα του πλοίου σε ανοιχτές κουκέτες, η μία πάνω στην άλλη, με ελάχιστο φωτισμό και χωρίς σωστό εξαερισμό και ανέσεις. Η ποιότητα και η προετοιμασία των γευμάτων που σερβίρονταν ήταν συχνά κάκιστη και πολλοί μετανάστες αναγκάζονταν να συμπληρώνουν τη διατροφή τους με αγορές τροφίμων από το μπαρ του πλοίου, ξοδεύοντας πολύτιμο μέρος των χρημάτων τους. Η μη τήρηση των αναγκαίων συνθηκών υγιεινής αλλά και ιατρικής επιθεώρησης του πλήθους, η παραβίαση της ιδιωτικότητας, μετέτρεπαν το ταξίδι σε μια μεγάλη δοκιμασία, από την οποία δεν κατόρθωναν να επιβιώσουν όλοι οι μετανάστες.
Οι συνθήκες βελτιώθηκαν την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα για την «Τρίτη θέση» όταν κάποιες εταιρείες επένδυσαν σε καινούργια πλοία που προσφέρανε περισσότερες ανέσεις, κλινοσκεπάσματα, μαγειρευτά φαγητά που σερβίρονταν σε τραπεζαρίες, ατομικές καμπίνες για οικογένειες, χώρους αναψυχής κ.ά.
Ωστόσο, οι επιβάτες της Τρίτης Θέσης παρέμειναν στα χαμηλότερα καταστρώματα του πλοίου, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και χωρίζονταν αυστηρά με μεταλλικές θύρες από τα ανώτερα καταστρώματα. Μόνο μετά τη βύθιση του Τιτανικού το 1912 και τον χαμό του 75% των επιβατών της τρίτης θέσης του πλοίου, προέκυψε το ζήτημα ασφαλείας για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης στα υπερατλαντικά ταξίδια.

Η εμπειρία του Ellis Island
Η άφιξη των μεταναστών στο λιμάνι της Νέας Υόρκης συνοδευόταν από εξονυχιστικό νομικό και ιατρικό έλεγχο στον μεταναστευτικό σταθμό υποδοχής του Ellis Island που ξεκίνησε την λειτουργία του τη 1η Ιανουαρίου του 1892. Μέχρι το κλείσιμο της εγκατάστασης το 1954, περισσότεροι από 12 εκατομμύρια μετανάστες από όλο τον κόσμο εισήλθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσω του Έλις Άιλαντ. Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία πέρασε από το νησί πριν από τους νόμους των ποσοστώσεων του 1921 και 1924 που καθόριζαν ως ανώτατο όριο μεταναστών για κάθε κράτος το 3% και 2% αντίστοιχα (Johnson Quota Act, Johnson-Reid Law).
Αφού έφταναν τα ατμόπλοια στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, οι επιβάτες της τρίτης θέσης επιβιβάζονταν σε μικρά πλοιάρια και μεταφέρονταν στη νήσο του Έλις με σκοπό να υποβληθούν σε αυστηρή ανάκριση και εξονυχιστική σωματική και ψυχική εξέταση για να διασφαλιστεί ότι ήταν σωματικά και πνευματικά ικανοί να μπουν στη χώρα.
Αν και οι ατμοπλοϊκές εταιρείες μετά το 1903 όφειλαν να υποβάλουν τους υποψήφιους επιβάτες της τρίτης θέσης σε υγειονομικούς ελέγχους στα λιμάνια επιβίβασης, για να μειώσουν την περίπτωση απόρριψης του μετανάστη από τις αμερικάνικές αρχές και την επιβολή προστίμου 100 Δολαρίων για κάθε ακατάλληλο μετανάστη καθώς και την αναγκαστική επιστροφή του με το ίδιο πλοίο με έξοδα της ίδιας της εταιρείας, οι γιατροί του Έλης Άιλαντ ήλεγχαν διεξοδικά τους μετανάστες για περισσότερες από 60 ασθένειες και αναπηρίες που θα μπορούσαν να τους καθιστούν βάρος για το δημόσιο, εάν επιτρεπόταν η είσοδός τους.
Από την είσοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες αποκλείονταν σύμφωνα με νόμο του 1891, οι παράφρονες, οι «ηλίθιοι», οι διανοητικά ασθενείς και ψυχικά άρρωστοι, επίσης ασθενείς με λοιμώδεις νόσους, οι άποροι αλλά και άτομα καταδικασμένα για αδικήματα κακουργηματικής ή ηθικής φύσεως, πολυγαμικοί καθώς και εργάτες με προσυμφωνημένη σύμβαση εργασίας.
Όσους μετανάστες υποψιάζονταν ότι είχαν προσβληθεί από κάποια ασθένεια, οι γιατροί τους κρατούσαν στο νησί για περαιτέρω εξέταση. Δεν είναι λίγοι οι μετανάστες που απορρίπτονταν στο Έλις Άιλαντ εξαιτίας της διάγνωσης της ασθένειας του τραχώματος (κοκκιώδη επιπεφυκίτιδα), μια κοινή και ιδιαίτερα μεταδοτική ασθένεια της εποχής ειδικά σε όσους προέρχονταν από την Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Μετά την υγειονομική επιθεώρηση, οι επιβάτες ανακρίνονταν από νομικούς επιθεωρητές με τη βοήθεια διερμηνέα και το δηλωτικό των πλοίων, προκειμένου να διασταυρωθούν τα στοιχεία της προέλευσης, του προορισμού των επιβατών και η πιθανότητα να καταστεί δημόσιο βάρος.
Για τους Έλληνες μετανάστες έρχονταν να προστεθούν στις ταπεινωτικές και επίπονες συνθήκες ελέγχου των επιβατών της τρίτης θέσης και η αρνητική προδιάθεση των αμερικανικών αρχών, που οφειλόταν στις συχνές παραβάσεις των αμερικανικών διατάξεων από αρκετούς Έλληνες οι οποίοι εισέρχονταν είτε λαθραία ως πληρώματα ξένων πλοίων είτε με προσυμφωνημένη εργασία. Η εμπλοκή αρκετών Ελλήνων εργοδοτών ή μεσιτών σε κυκλώματα διακίνησης και εργασιακής εκμετάλλευσης ανηλίκων μεταναστών ενέτεινε τα εχθρικά συναισθήματα κατά των Ελλήνων μεταναστών.
Παρά τη φήμη του Έλις Άιλαντ ως «Νησί των Δακρύων», μόνο το 2% των αφιχθέντων μεταναστών αποκλείστηκε από την είσοδο.

Οι Έλληνες στην αμερικάνικη αγορά εργασίας
Παρά το αγροτικό υπόβαθρό τους, οι Έλληνες επέλεγαν την εργασία και την εγκατάσταση κυρίως σε αστικές περιοχές των ΗΠΑ, καθώς ο στόχος τους ήταν η άμεση εξοικονόμηση ενός επαρκούς κεφαλαίου για την κάλυψη των αναγκών και των υποχρεώσεων της οικογένειας και η επιστροφή τους στην Ελλάδα. Συνεπώς γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες δεν προσέλκυσαν το ενδιαφέρον τους.
Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες μαζικής μετανάστευσης, οι Έλληνες μετανάστες παρουσίαζαν χαμηλό ποσοστό αναλφάβητων. Ωστόσο, εξαιτίας της χαμηλής μορφωτικής στάθμης, της άγνοιας της αγγλικής γλώσσας και της έλλειψης ειδικευμένων επαγγελματικών γνώσεων και κεφαλαίων, κατευθύνονταν αναγκαστικά σε ανειδίκευτες χειρωνακτικές και εποχικές εργασίας στο χώρο της βιομηχανίας και βιοτεχνίας, στα ορυχεία και τα σιδηροδρομικά έργα. Δύσκολες και επικίνδυνες εργασίες με ασταθή εισοδήματα και χωρίς προοπτικές.
Σταδιακά, κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να μεταπηδήσουν σε ανεξάρτητες οικονομικές δραστηριότητες, κυρίως του μικρεμπορίου όπου οι Έλληνες, αν και άπειροι, επιδείκνυαν εκπληκτική προσαρμοστικότητα στην άσκησή του. Συνηθισμένες επιχειρήσεις των πρώτων χρόνων ήταν τα ζαχαροπλαστεία, τα στιλβωτήρια, τα καθαριστήρια καπέλων, τα ανθοπωλεία, τα οπωροπωλεία και τα καπνοπωλεία, αλλά και τα κουρεία, καφενεία και τα ραφτάδικα.
Η ίδρυση επιχειρήσεων από τους πρωτοπόρους μετανάστες δημιούργησε επίσης μεγάλη ζήτηση για μισθωτούς εργαζομένους, θέσεις που θεωρούνταν προ-στάδιο για την απόκτηση ενός ιδιόκτητου καταστήματος. Ξεκινώντας από τη θέση μαθητευόμενου σε συνθήκες έντονης εργασιακής και οικονομικής εκμετάλλευσης (ακόμα και από τους ίδιους τους συγγενείς τους), οι πιο επιτυχημένοι κατάφεραν μετά από κάποια χρόνια να εξοικονόμησαν αρκετά κεφάλαια για να τολμήσουν να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση.
Για ορισμένους Έλληνες ωστόσο, η «Οδύσσεια» συνεχίστηκε πολύ μετά την άφιξή τους στις ΗΠΑ, καθώς έπεσαν θύματα ομοεθνών μεσαζόντων που τους εκμεταλλεύτηκαν και τους έβαλαν να υπογράψουν καταχρηστικές συμβάσεις εργασίας μέχρι να εξοφληθούν οι αμοιβές των συμβολαίων τους. Υπήρχαν Έλληνες εργατομεσίτες, «πάτρωνες», που ήταν διαβόητοι για την εκμετάλλευση των συμπατριωτών τους και υπάρχουν τεκμηριωμένες περιπτώσεις Ελλήνων μεταναστών που δούλευαν για χρόνια για διατροφή και στέγη χωρίς να πάρουν την παραμικρή αμοιβή για την εργασία τους.

Library of Congress
Οι συνθήκες διαβίωσης
Για να εξοικονομήσουν χρήματα οι Έλληνες μετανάστες ζούσαν ομαδικά σε φτηνά διαμερίσματα πολυκατοικιών ή σε εργατικά καταλύματα, όπου μαγείρευαν και κοιμόντουσαν εκ περιτροπής χωρίς συχνά να πληρούνται οι στοιχειώδη όροι υγιεινής.
Οι Έλληνες μετανάστες εμβάζανε το μεγαλύτερο κατά κεφαλή ποσό σε σύγκριση με τις υπόλοιπες μεταναστευτικές ομάδες, και κατά συνέπεια διήγαγαν το πιο λιτό βίο. Τα εμβάσματα αποτελούσαν προϊόν σκληρού μόχθου σε ανειδίκευτες, χαμηλά αμειβόμενες και επισφαλείς απασχολήσεις, αφού η πλειονότητα των Ελλήνων μεταναστών απασχολήθηκαν ως εργάτες στο σιδηρόδρομο και στα εργοστάσια και ως μικροϋπάλληλοι με ημερομίσθια που ήταν 20% και 30% χαμηλότερα των Αμερικανών εργατών (λόγω της μη προσχώρησης τους σε εργατικές ενώσεις).
Έχοντας κερδίσει από την εργασία τους επτά με δώδεκα δολάρια την εβδομάδα, προσπαθούσαν να ξοδεύουν από δυόμισι έως τέσσερα δολάρια και να εξοικονομούν περίπου πέντε έως εννέα δολάρια για να εξασφαλίσουν τη συντήρησή τους σε περιόδους ανεργίας ή ασθένειας και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις και ανάγκες της οικογένειας στη πατρίδα καθώς και τις δικές τους ανάγκες όταν θα επέστρεφαν. Πρώτα φρόντισαν να τακτοποιήσουν το χρέος του ταξιδιού που ανερχόταν συνήθως σε συνολικά 80-100 δολάρια (400-500 δραχμές), μετά προχωρούσαν στην αγορά γης για την οικογένειά τους, στην προικοδότηση κοριτσιών (κόρες και τις αδερφές τους), ακόμη και στη κατασκευή σπιτιού.
Οι σκληρές συνθήκες εργασίας, διατροφής και υγιεινής στις οποίες ζούσαν ειδικά οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες, είχαν αντίκτυπο στην υγεία τους. Ο ιός της φυματίωσης έβρισκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί στους οργανισμούς των φτωχών και σκληρά εργαζόμενων μεταναστών. Ακολουθούσαν συνήθως πλημμελώς τις οδηγίες των γιατρών προκειμένου να επιστρέψουν γρήγορα στην εργασία ενώ οι συνθήκες διαβίωσης επιβάρυναν την κατάστασή τους.
Οι στερήσεις για τους μετανάστες ήταν πολλές και δύσκολα ένας εργάτης μπορούσε να αντέξει σε έναν τέτοιο τρόπο ζωής πάνω από πέντε με έξη χρόνια.
Η αδυναμία εργασίας λόγω φυσικής εξάντλησης, εργατικών ατυχημάτων ή κλονισμένης υγείας καθιστούσε μονόδρομο το ταξίδι της επιστροφής. Πολλοί από αυτούς που νοσούσαν δεν πρόλαβαν να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους.
Πολλοί επέστρεφαν στην πατρίδα άποροι και απογοητευμένοι από τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας. Για αυτούς η εμπειρία στο Νέο Κόσμο υπήρξε πρωτίστως αρνητική καθώς ισοδυναμούσε αποκλειστικά με εργασιακή εκμετάλλευσης -συνήθως από συντοπίτες- σκληρό ανταγωνισμό και δυσκολία προσαρμογής στους βιομηχανικούς ρυθμούς ζωής και εργασίας. Οι παλιννοστούντες οι οποίοι επέστρεφαν στην Ελλάδα εξασθενημένοι και πρόωρα γερασμένοι λόγω των συνθηκών εργασίας αντιμετώπισαν το πρόβλημα της συντήρησης.
Η επιστροφή και η προσαρμογή στο χωριό, μετά από χρόνια πολυτάραχης περιπλάνησης στην Αμερική και πλουσίων βιωμάτων δεν ήταν πάντα εύκολη για όλους τους παλιννοστούντες. Για τους περισσότερους η Αμερική αποδείχτηκε μεγάλη σχολή, ακόμα και αν τα οικονομικά τους σχέδια δεν είχαν ευοδωθεί. Η έκθεση τους σε νέες εμπειρίες, η επαφή τους με μια διαφορετική πραγματικότητα εξόπλισε πολλούς με αυτοπεποίθηση. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ξαναδοκίμασαν την τύχη τους εκμεταλλευόμενοι τα μεταναστευτικά δίκτυα που είχαν διαμορφωθεί.

Library of Congress
Τα Μεταναστευτικά δίκτυα
Η ισχυρή ταύτιση των κατοίκων της Παλαιάς Ελλάδας με τα χωριά τους η οποία ήταν αποτέλεσμα της γεωγραφικής και οδικής απομόνωσής τους, της διοικητικής οργάνωσης και των κρατικών πολιτικών καθώς και του ιστορικού παρελθόντος, μεταφερόταν από τους μετανάστες στο Νέο Κόσμο και ανασυγκροτούνταν εκεί μέσα από τα μεταναστευτικά δίκτυα τα οποία έφταναν να συνδέουν χωριά και επαρχίες του Ελληνικού Βασιλείου με τις αμερικανικές μεγαλουπόλεις ορίζοντας διατοπικούς δεσμούς.
Τα δίκτυα αυτά κατεύθυναν αλυσιδωτά συντοπίτες σε συγκεκριμένες πόλεις και γειτονιές, κατοικίες και είδη εργασίας ενώ τους τροφοδοτούσαν με τοπικά προϊόντα, συζύγους, πληροφορίες και μηνύματα από τους οικείους. Οικοδομούσαν ένα εκτεταμένο διατλαντικό σύστημα επικοινωνίας και κοινωνικού ελέγχου διασφαλίζοντας έτσι την εξ αποστάσεως άσκηση κοινωνικής πίεσης και τη διαχείριση των οικογενειακών και κοινοτικών υποθέσεων.
Οι τοπικοί δεσμοί αντανακλώνταν επίσης στη κοινωνική ζωή και την κοινοτική οργάνωση των μεταναστών οι οποίες ανασυγκροτούσαν το μικρόκοσμο του χωριού τους.
Η δυσκολία υπέρβασης του τοπικισμού είχε τις ρίζες της σε πρακτικές ανάγκες που επέβαλλαν την προσφυγή του μετανάστη στην αρωγή και αλληλεγγύη των τοπικών δικτύων: Άγνοια της αγγλικής γλώσσας και των κωδίκων του νέου περιβάλλοντος, αντιμετώπιση δύσκολων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας, δυσκολίες προσαρμογής, απουσία κρατικών δομών προστασίας των ασθενών, τραυματισμένων και ανέργων, ανάγκη για οικεία πλαίσια αναφοράς και γνώριμες κοινωνικές σχέσεις για την ψυχολογική ασφάλεια, ανάγκη εξοικονόμησης χρημάτων και η αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, όπως την απόρριψη και τον στιγματισμό.
Οι αντιπάθειες και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των εθνοτοπικών ομάδων ήταν πολύ συχνές, ειδικά στα σιδηροδρομικά συνεργεία. Ξεκινούσαν ακόμα από έχθρες οι οποίες μεταφέρονταν από την πατρίδα και φυσικά από τον ανταγωνισμό για την εργασία. Οι Έλληνες μετανάστες, στηριζόμενοι στις εθνοτοπικές τους σχέσεις εμφανίζονταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί απέναντι στους συμπατριώτες τους. Έλληνες μικροεπιχειρηματίες προτιμούσαν να προσλάβουν συντοπίτες τους.
Φυσικά, τα εθνοτοπικά δίκτυα δεν ήταν απαλλαγμένα από σχέσεις εκμετάλλευσης. Νεαρά αγόρια στρατολογούνταν από συμπατριώτες και συγγενείς τους για να γίνουν λούστροι, πλανόδιοι πωλητές και βοηθοί στα εμπορικά καταστήματα. Οι νεοφερμένοι μετανάστες ακολουθούσαν τα δίκτυά τους τόσο στις βορειοανατολικές βιομηχανικές πόλεις όπου απασχολούντα στα εργοστάσια όσο και στη μακρινή Δύση στις σιδηροδρομικές γραμμές και στα ορυχεία.
Κεντρικός θεσμός υπήρξαν τα καφενεία που εμφανίζονταν σε κάθε συνοικία όπου εγκαθίστατο κάποιο δίκτυο Ελλήνων μεταναστών. Η επωνυμία τους μαρτυρούσε συνήθως την προέλευση της εθνοτοπικής πελατείας τους «Αρκαδία», «Κορινθία», «Ολυμπία» κτλ. Αποτελούσαν ταυτόχρονα κέντρα αναψυχής και διασκέδασης, σημεία συνάντησης με τους νεοφερμένους, εργοδοτικά πρακτορεία και άτυπα ταχυδρομικά παραρτήματα όπου οι μετανάστες παραλάμβαναν την αλληλογραφία τους και συνέτασσαν επιστολές με την βοήθεια κάποιου εγγράμματου. Αντάλλασσαν εφημερίδες, πληροφορίες που έφταναν από την πατρίδα, συζητάγανε για τα εθνικά και πολιτικά ζητήματα της Ελλάδας.
Μέσα σε αυτούς τους τοπικούς θύλακες οι μετανάστες, με ένα αίσθημα προσωρινότητας επιχειρούσαν να διατηρήσουν τις πατροπαράδοτες συνήθειες, αξίες, έθιμα και την ατμόσφαιρα της ελληνικής επαρχίας. Η πολιτισμική κληρονομιά που έφεραν υπήρξε ιδιαίτερα ανθεκτική απέναντι στην αλλαγή και την εμπειρία της μετανάστευσης. Θεωρώντας την μετακίνησή τους ως προσωρινή, οι Έλληνες μετανάστες διατηρούσαν το κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο προκειμένου να το επανεργοποίησουν όταν θα επέστρεφαν πίσω.

Φυλετικές Διακρίσεις
Η φυλετική προκατάληψη των «Αμερικάνων» και παλαιότερων μεταναστευτικών ομάδων περιθωριοποίησε και απέκλειε τους Έλληνες από ορισμένα είδη εργασίας και από τη χρήση των δημόσιων υπηρεσιών και έτρεφε αρνητικά στερεότυπα για εκείνους.
Οι Έλληνες, που ήταν πρόθυμοι να εργαστούν με σημαντικά χαμηλότερους μισθούς σε σχέση με τους προηγούμενους μετανάστες που διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, προσλαμβάνονταν (συχνά εν αγνοία τους) για να αντικαταστήσουν απεργούς εργάτες σε εργοστάσια, ορυχεία και σφαγεία, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια και την εχθρότητα των προηγούμενων μεταναστών, ιδιαίτερα των Ιρλανδών. Επιπλέον η απροθυμία των Ελλήνων να ενταχθούν σε εργατικά σωματεία συσσώρευαν την οργή των υπολοίπων εργατών.
Η ξενοφοβία απέναντι στους Έλληνες υποδαυλίζονταν από τις φήμες που κυκλοφορούσαν περί αμφίβολης ηθικής, εγκληματικής ροπής, αυξημένης παραβατικότητας και απειλητικών για την δημόσια υγεία συνθήκες διαβίωσής τους.
Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδό τους, η άρνηση τους να μάθουν την αγγλική γλώσσα και να πολιτογραφηθούν αλλά και οι αυξημένες ροές των οικονομιών τους προς την Ελλάδα, δημιούργησαν αρνητικές προδιαθέσεις.
Οι αντιδράσεις εναντίων Ελλήνων μεταναστών κυμαίνονταν μεταξύ προσβλητικών χαρακτηρισμών όπως «τα αποβράσματα της γης» και «τα κατακάθια της Ευρώπης», συχνών καταγγελιών στις αρχές μέχρι και φυλετικές ταραχές και πογκρόμ διώξεων, με πιο γνωστή την περίπτωση των βιαιοπραγιών κατά της Ελληνικής συνοικίας της Νότιας Ομάχα της πολιτείας του Νεμπράσκα, στις 21 Φεβρουαρίου 1909, που ακολούθησε τον θανάσιμο πυροβολισμό αστυνομικού από Έλληνα μετανάστη.
Με τις εφημερίδες της Νεμπράσκα να αποκαλούν τους «βρώμικους Έλληνες» απειλή για την αμερικανική εργατική τάξη, ένας εκδικητικός όχλος τριών χιλιάδων αγανακτισμένων εργατών αλλά και μεσοαστών πυλώνων της κοινωνίας της Ομάχα, κατέστρεψε περίπου 30 κατοικίες και επιχειρήσεις που ανήκαν σε Έλληνες μετανάστες, ξυλοκοπώντας γυναίκες, άνδρες και παιδιά, πυροβολώντας δύο αγόρια και έναν άνδρα. Οι ταραχές οδήγησαν τελικά στον εκτοπισμό ολόκληρης της ελληνικής κοινότητας της Νότιας Ομάχα.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Τουργέλη, Π., “Έλληνες της Αμερικής, εμβάσματα και μετασχηματισμός τοπικών κοινοτήτων στην παλαιά Ελλάδα (1890 – 1940)”, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής, 2019
Τουργέλη, Π., “Οι Μπρούκληδες, Έλληνες μετανάστες στην Αμερική και μετασχηματισμοί στις κοινότητες καταγωγής”, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Αθήνα, 2020