
ΑΝΑΚΑΛΥΨΤΕ
Η αγροτική θέση του Πυργούθι
Μια αγροτική θέση μέσα στο χρόνο
Από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έως την Ύστερη Αρχαιότητα
Jump to
Ο Ελληνιστικός Πύργος
Jump to
Οι Κλίβανοι του Πυργούθι
Jump to
Η αγροικία της Ύστερης Αρχαιότητας
Jump to
Από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου έως την Ύστερη Αρχαιότητα
Το όνομα Πυργούθι προέρχεται από έναν τοπικό προσδιορισμό του πύργου, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της θέσης και τα κατάλοιπα του οποίου παραμένουν ορατά μέχρι σήμερα, περίπου δύο χιλιόμετρα δυτικά του χωριού στο κεντρικό τμήμα της κοιλάδας. Συνολικά έχουν εντοπιστεί πέντε διακριτές φάσεις κατοίκησης κατά τις οποίες η θέση αυτή καταλήφθηκε έστω σε κάποιο βαθμό. Ο πύργος, που χτίστηκε αρχικά στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (περίπου 325-275 π.Χ.), χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια τεσσάρων από τις πέντε φάσεις και σε μια περίοδο που εκτείνεται για περίπου 900 χρόνια.
Οι πρώτες ανθρώπινες δραστηριότητες στη θέση Πυργούθι χρονολογούνται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (περίπου 900-850 π.Χ.), όταν το επίκεντρο της κατοίκησης στην κοιλάδα του Μπερμπατίου μετακινήθηκε από το λόφο του Μαστού στο ανατολικό τμήμα της κοιλάδας, κοντά στο πέρασμα της Κοντοπορεία Οδού, η οποία ήταν η κύρια οδός επικοινωνίας μεταξύ Αργολίδας και Κορινθίας. Στη θέση αυτή βρέθηκε σημαντικός αριθμός όστρακων που αναφέρονται στην Ύστερη Γεωμετρική και την Πρώιμη Αρχαϊκή περίοδο. Η απουσία αποθηκευτικών αγγείων και η παρουσία μικρών πυξίδων κορινθιακής προέλευσης, δηλαδή μικρά δοχεία στα οποία φυλάσσονταν κυρίως τιμαλφή, υποδηλώνει έναν πληθυσμό του οποίου ο πλούτος ήταν μεταφερόμενος, κατά πάσα πιθανότητα ελεύθερες μετακινούμενες ομάδες κτηνοτρόφων που χρησιμοποιούσαν την Κόρινθο και όχι το Άργος ως αγορά στην οποία αντάλλασαν ή πουλούσαν τα προϊόντα τους.
Μια δεύτερη φάση ακολούθησε τον 5ο αιώνα π.Χ. και αφορούσε την παραγωγή αγγείων και κεραμιδιών σε δύο κλιβάνους, οι οποίοι εγκαταλείφθηκαν γρήγορα. Αυτοί οι κλίβανοι κάλυπταν τις ανάγκες των ντόπιων εποίκων. Άλλες δραστηριότητες κοντά στους κλιβάνους θα ήταν προφανώς απαγορευμένες, λόγω του κινδύνου που ενέχει η διαδικασία υποβολής σε θέρμανση διάφορων υλικών.
Στην τρίτη φάση κατασκευάστηκε ο πύργος, περίπου το 300 π.Χ., ο οποίος πρέπει να βρισκόταν στις παρυφές ενός οικισμού που απλωνόταν στην περιοχή βορειοανατολικά του. Ο πύργος ενδέχεται να επιτελούσε πολλαπλή λειτουργία ως αποθηκευτικός χώρος ασφαλείας της αγροτικής παραγωγής, φρυκτωρία και πύργος εποπτείας του περάσματος της Κλεισούρας. Όμως η κατάληψη της τοποθεσίας καθώς και του κοντινού οικισμού φαίνεται ότι δεν συνεχίστηκε για πολύ στον 3ο αιώνα. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο πύργος καταστράφηκε και η κοιλάδα εγκαταλείφθηκε κατά τη διάρκεια ή εξαιτίας των πολέμων της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου.
Ο πύργος ήταν ήδη ερειπωμένος, όταν η τοποθεσία καταλήφθηκε ξανά τον 1ο αιώνα π.Χ., στο τέλος δηλαδή της ελληνιστικής περιόδου, και μετατράπηκε σε ένα μικρό αγρόκτημα που επίσης δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Ένα κτίριο με σχετικά μεγάλα, ορθογώνια δωμάτια, που ενσωμάτωσαν πεσμένους ογκόλιθους του πύργου, κατασκευάστηκε αμέσως στα δυτικά του, ενώ ο ίδιος ο πύργος ανακαινίστηκε και ανακατασκευάστηκε σε ένα κάπως πιο ταπεινό κτίσμα. Στο εσωτερικό του πύργου σκάφτηκαν ρηχοί λάκκοι για την τοποθέτηση μεγάλων αποθηκευτικών αγγείων ενώ βρέθηκε μεγάλη ποικιλία αντικειμένων, όπως επιτραπέζια σκεύη και αγγεία για μαγείρεμα ή άλλη παρασκευή τροφίμων καθώς και αγνύθες (βαρίδια αργαλειού) που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή υφασμάτων.
Η θέση φαίνεται να παρέμεινε ακατοίκητη ως την Ύστερη Αρχαιότητα (6ος αι. μ.Χ.), όταν κατοικήθηκε ξανά και μετατράπηκε πλήρως σε ένα μεγάλο συγκρότημα αγροικίας με ποικίλη γεωργική δραστηριότητα για την καλλιέργεια αμπέλου, σιτηρών και οσπρίων.
Η θέση εγκαταλείφθηκε αφού ο πύργος καταστράφηκε από πυρκαγιά κάπου γύρω στο 600 μ.Χ. και δεν κατοικήθηκε ξανά, υποδηλώνοντας μια εξωτερική απειλή.
Η θέση Πυργούθι ήταν μέρος μιας τοπικής επιφανειακής έρευνας που διεξήχθη μεταξύ του 1988 και 1990 και ανασκάφηκε το 1995 και 1997 από το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών. Σημαντικές καταστροφές είχαν προκληθεί στον πύργο στα σχετικά πρόσφατα χρόνια, αν και όχι στη ζωντανή μνήμη των Μπερμπατιωτών. Ένα πεύκο που φύτρωνε στη μέση του πύργου έπρεπε να ξεριζωθεί. Η κοινότητα απαλλοτρίωσε τον πύργο και την περιοχή στα ανατολικά και νότια, δημιουργώντας έτσι έναν αρχαιολογικό χώρο.

Ο Ελληνιστικός Πύργος
Ο πύργος κατασκευάστηκε την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο (περίπου 325-275 π.Χ.) και μπορεί να εξυπηρετούσε τόσο την άμυνα των ανθρώπων όσο και την παραγωγή. Ο πύργος επαναχρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον τελευταίο αιώνα π.Χ. ως μέρος της λειτουργίας ενός αγροκτήματος για λίγες γενιές.
Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., ο χώρος μετατράπηκε σε ένα αγροτικό συγκρότημα, όπου ο πύργος ανακαινίστηκε και εξοπλίστηκε με αρχιτεκτονικά στοιχεία που συνδέονται με την παραγωγή κρασιού και χρησιμοποιήθηκε ως πατητήριο.
Ο πύργος είναι ένα τετράγωνο κτίσμα διαστάσεων 7,0 x 7,0 μ. εξωτερικά και προσανατολισμένο ακριβώς στα κύρια σημεία του ορίζοντα. Οι τοίχοι, κτισμένοι με ξερολιθιά, με την τεχνική της πολυγωνικής τοιχοποιίας από μεγάλους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους και ογκόλιθους κροκαλοπαγούς πετρώματος διαστάσεων 0,7-1,2 μ. μήκους, 0,5-0,7 μ. πλάτους και έως 0,8 μ. ύψους, σώζονται σε δύο σειρές πάνω από τα θεμέλια με εξαίρεση τη νότια πλευρά όπου ένα τμήμα του τοίχου διατηρείται μόνο σε μια σειρά.
Η θεμελίωση αποτελείται από μεγάλες, οριζόντια τοποθετημένες πλάκες που προεξέχουν περίπου 0,1-0,2 m από την όψη της κατώτερης σειράς του τοίχου. Οι τοίχοι από κροκαλοπαγές πέτρωμα πρέπει να υψώνονταν σε ύψος περίπου 2,5 m πάνω από τα θεμέλια. Εντοπίστηκαν ομοιότητες στην πολυγωνική τοιχοποιία του πύργου του Πυργούθι με τα οχυρωματικά τείχη της Ασίνης οι οποίες αποδόθηκαν σε ιδιοσυγκρασίες που αναπτύχθηκαν από μεμονωμένους κτίστες ή ομάδες.
Το εσωτερικό του πύργου καλύπτει μια έκταση περίπου 30μ2. Η είσοδος του πύργου βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνία του κτιρίου, όπου φαίνεται ακόμη η πέτρα του κατωφλίου, πλαισιωμένη από δύο όρθιους ογκόλιθους (ορθοστάτες). Η περιστροφική οπή βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πλάκας του κατωφλίου, σε ελαφρώς χαμηλότερο επίπεδο που δείχνει ότι η πόρτα άνοιγε προς τα μέσα.
Κατά την αρχική οικοδομική φάση, στη βορειοδυτική γωνία εντοπίστηκε μια κλίμακα που οδηγούσε σε δεύτερο όροφο και η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε στις μεταγενέστερες φάσεις, καθώς στο σημείο σκάφτηκε ένας λάκκος υποδοχής πίθου.
Κατά τους ελληνιστικούς και πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, ο Πύργος είχε πλινθόκτιστους τοίχους πάνω από τους πέτρινους τοίχους θεμελίωσης. Μια κεραμοσκεπή ήταν τοποθετημένη πάνω από ένα ξύλινο σκελετό στέγης. Εκτός από την πόρτα, μια άλλη πηγή φωτός θα ήταν απαραίτητη και θα μπορούσε να υπήρχε είτε πάνω από τις πέτρες της επάνω σειράς είτε ψηλότερα στους πλινθόκτιστους τοίχους. Δεδομένου ότι αυτά τα τείχη θα είχαν καταρρεύσει με την πάροδο του χρόνου, κατά τη διάρκεια των ετών που ο πύργος ήταν εκτός χρήσης, έπρεπε να χτιστούν νέα τείχη τον έκτο αιώνα μ.Χ.
Η ανακαίνιση του πύργου του 6ου αιώνα περιελάμβανε αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την παραγωγή κρασιού: ένα δάπεδο στη νοτιοδυτική γωνία, μια ορθογώνια γούρνα κατά μήκος του δυτικού τοίχου, μια πρέσα κατά μήκος του ανατολικού τοίχου και μια κατασκευή στη νοτιοανατολική γωνία.
Ο πύργος καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 600 μ.Χ.

Οι Κλίβανοι του Πυργούθι
Τα κατάλοιπα δύο κλιβάνων ταυτοποιήθηκαν από δύο μεγάλα φρεάτια που βρέθηκαν σκαμμένα στο μαλακό ασβεστολιθικό βράχο στα δυτικά του πύργου, και τα οποία ερμηνεύονται ως θάλαμοι καύσης που βρέθηκαν κάτω από υπολείμματα τοίχων που ανήκουν στην υστεροελληνιστική/πρώιμη ρωμαϊκή φάση της θέσης Πυργούθι. Οι κλίβανοι προϋπήρχαν του πύργου και χρονολογήθηκαν με βάση τα κεραμικά ευρήματα που βρέθηκαν μέσα στους κλιβάνους που τοποθετούν και τους δύο κλιβάνους στον 5ο αιώνα π.Χ., τον ανατολικό κλίβανο λίγο προγενέστερο από αυτόν στα δυτικά.
Η κύρια λειτουργία των κλιβάνων ήταν το ψήσιμο κεραμιδιών στέγης κορινθιακού τύπου και η κάλυψη των αναγκών σε κεραμικά αντικείμενα για τις γεωργικές μικρές εκμεταλλεύσεις των αποίκων που εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα στα μέσα του 5ου αιώνα.
Το αρχικό μέγεθος των κλιβάνων του Μπερμπατίου παραμένει άγνωστο. Ο μεγαλύτερος από τους δύο κλιβάνους ανασκάφηκε στη δυτική περιοχή το 1995. Ο κλίβανος αυτός είχε προσανατολισμό από ΝΑ προς ΒΔ και είχε διατηρητέο μήκος 4,1 μ. και εσωτερικό πλάτος 2,5 μ. Αποτελούνταν από έναν σκαμμένο φρεάτιο σε κροκαλοπαγές πέτρωμα, που ερμηνεύεται ως ο θάλαμος καύσης. Το δάπεδο του κλιβάνου ήταν από συμπαγές βράχο και είχε ελαφρά κλίση προς Ν. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν επενδεδυμένοι με διαδοχικές στρώσεις ωχροκίτρινου ή γκριζωπού σοβά.
Το 1997, ένας δεύτερος κλίβανος παρόμοιου σχήματος βρέθηκε σε μικρή απόσταση προς τα ανατολικά σε κάπως υψηλότερο επίπεδο. Ο κλίβανος είχε προσανατολισμό από τα ΝΔ προς τα ΒΑ και είχε διατηρητέο μήκος 2,75 μ. και διατηρητέο εσωτερικό πλάτος 1,5 μ. Σε αντίθεση με τον δυτικό κλίβανο, αυτός ο κλίβανος κόπηκε στο συμπαγές βράχο και το εσωτερικό διαχωριστικό τοίχωμα βρέθηκε ακόμα όρθιο. Η επένδυση από σοβά κατά μήκος των εσωτερικών τοιχωμάτων του είχε πάχος 3-6 εκ. και διατηρούσε κατά τόπους τις δαχτυλιές του κατασκευαστή.

Όπως όλοι οι κλίβανοι που έχουν εντοπιστεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα, έτσι και οι κλίβανοι του Πυργούθι ήταν κατά πάσα πιθανότητα κλιβάνοι με ανοδικό ρεύμα, μια μέθοδος που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τους παραδοσιακούς αγγειοπλάστες.
Οι κλίβανοι ήταν πυροτεχνολιγικές κατασκευές που αποτελούνταν από δύο θαλάμους, έναν υπόγειο και έναν ισόγειο, που χωρίζονταν από ένα διάτρητο πάτωμα από πηλό που στηριζόταν σε έναν κεντρικό πεσσό ή κάποιο διαχωριστικό τοίχωμα στο θάλαμο καύσης.
Το διάτρητο πάτωμα, η λεγόμενη «εσχάρα» ήταν το βασικό χαρακτηριστικό των κλιβάνων με ανοδικό ρεύμα, γιατί εμπόδιζε την άμεση επαφή των κεραμικών με τις φλόγες, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο υπερβολικής καύσης, σπασιμάτων και ρωγμών. Η καύσιμη ύλη εισαγόταν από το «δρόμο» που ήταν μέρος του υπόγειου θαλάμου καύσης και ποίκιλλε σε μήκος. Στη συνέχεια ο καυτός αέρας περνούσε μέσα από τις οπές του διάτρητου πατώματος στο θάλαμο όπτησης, όπου ήταν στοιβαγμένα τα αγγεία. Ο θάλαμος αυτός ήταν καλυμμένος με θόλο στη κορυφή της οποίας είχαν ανοίξει μια καμινάδα για την διαφυγή του καπνού.
Το μεγάλο μέγεθος του δυτικού κλιβάνου, τα ορθογώνια ή τραπεζοειδή σχήματα και τα διπλά, τοξωτά, πίσω τοιχώματα και των δύο κλιβάνων είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των κλιβάνων του Μπερμπατίου. Το ορθογώνιο σχήμα και το μεγάλο μέγεθος ενός κλιβάνου υποδεικνύουν το ψήσιμο κυρίως κεραμιδιών στέγης και αυτό φαίνεται να ισχύει και στη περίπτωση του Μπερμπατίου, όπου βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός σπασμένων κεραμιδιών κορινθιακού τύπου. Ως εκ τούτου, οι κλίβανοι συγκρίνονται με παρόμοιες εγκαταστάσεις στην Κόρινθο και στο Θέρμο, που χρονολογούνται επίσης στον 5ο αιώνα. Οι κεραμικοί κλίβανοι στη Νεμέα φαίνονται πιο εξελιγμένοι και χρονολογούνται στον 4ο αιώνα.
Ο λόγος για τον οποίο υπήρχαν δύο κλίβανοι ίδιου σχήματος αλλά πολύ διαφορετικού μεγέθους στο Πυργούθι παραμένει άγνωστος. Η παραγωγή μπορεί να είχε αρχίσει σε μέτρια κλίμακα και να αυξήθηκε αργότερα, για να καλύψει τη ζήτηση.

Η Αγροικία της Ύστερης Αρχαιότητας
Ενώ η οικονομία της κοιλάδας του Μπερμπατίου κυριαρχήθηκε κατά πάσα πιθανότητα από τη ρωμαϊκή έπαυλη κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, μια αλλαγή στο πρότυπο κατοίκησης σε μικρότερες ανεξάρτητες αγροικίες παρατηρήθηκε μετά την καταστροφή της έπαυλης γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα. Ίσως ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οικονομίας της έπαυλης και ως συνέπεια αλλαγών στις συνθήκες ιδιοκτησίας της γης, ο αριθμός των θέσεων στην κοιλάδα αυξήθηκε κατά τα τέλη του 5ου και 6ου αιώνα. Ορισμένες από τις θέσεις του 6ου αιώνα παρουσίαζαν συνεχή κατοίκηση κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ άλλες, όπως το Πυργούθι, δημιουργήθηκαν σε θέσεις όπου ενσωμάτωσαν παλαιότερες κατασκευές. Πολλές θέσεις ιδρύθηκαν από την αρχή χωρίς να παρουσιάζουν καμία συνέχεια από παλαιότερες περιόδους.
Η αγροικία του 6ου αιώνα στο Πυργούθι ήταν μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους και αποτελούνταν από τουλάχιστον έξι δωμάτια που χρησίμευαν είτε για οικιακούς είτε για γεωργικούς σκοπούς, και δύο εξωτερικούς χώρους, οι οποίοι μπορεί να χρησιμοποιούνταν είτε ως υπαίθριοι χώροι εργασίας είτε για το διαχωρισμό δύο διαφορετικών κτιριακών συγκροτημάτων, καθώς οι χώροι διαμονής φαίνεται να βρίσκονταν στα δυτικά και τα γεωργικά κτίρια στα ανατολικά.
Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι κοινά χαρακτηριστικά σε αγροικίες από όλες τις περιόδους και εκφράζουν την ανάγκη εγκλεισμού ή προστασίας της ιδιοκτησίας και διαίρεσης της αγροικίας σε ξεχωριστά μέρη. Ο τύπος κατοικίας του Πυργούθι, με έναν πύργο και μια κεντρική αυλή ή ανοιχτό χώρο στο κέντρο, ήταν συνηθισμένος στη βορειοανατολική Πελοπόννησο για αγροκτήματα που χρονολογούνταν στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους αλλά και για ρωμαϊκά αγροκτήματα. Η αγροικία της Ύστερης Αρχαιότητας πιθανότατα δεν διέφερε πολύ από τα ελληνιστικά και πρώιμα ρωμαϊκά κτίρια που κάποτε βρίσκονταν στην θέση αυτή.
Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης του τον 6ο αιώνα, ο χώρος καθαρίστηκε από τα συντρίμμια της προηγούμενης κατοχής, όπως και ο πύργος. Η ανακαίνιση του πύργου περιελάμβανε νέους τοίχους που κατασκευάστηκαν πάνω από τη πέτρινη θεμελίωση και καλύπτονταν με σοβά, μια κεραμοσκεπή καθώς και την οικοδόμηση μιας σειράς αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών: ένα λινό στη νοτιοδυτική γωνία, μια ορθογώνια γούρνα κατά μήκος του δυτικού τοίχου, μια πρέσα κατά μήκος του ανατολικού τοίχου και μια κατασκευή στη νοτιοανατολική γωνία.
Οι εγκαταστάσεις και το υλικό που βρέθηκαν στο Πυργούθι δείχνουν ότι η αγροικία αυτή παρήγαγε κρασί σε περιορισμένη κλίμακα και εμπλέκονταν επίσης με την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια. Η έλλειψη μεγάλων αποθηκευτικών χώρων και οι σχετικά μικρές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κρασιού υποδηλώνουν ότι η παραγωγή και η γεωργική δραστηριότητα ήταν μικρής κλίμακας και διατηρούνταν κυρίως σε επίπεδο νοικοκυριού και προοριζόταν κυρίως για οικιακή κατανάλωση. Η αγροικία ήταν πιθανώς σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης.
Ορισμένα προϊόντα μπορεί, ωστόσο, να χρησιμοποιήθηκαν για το εμπόριο ή την ανταλλαγή, καθώς η αγροικία φαίνεται να ήταν μέρος ενός τοπικού εμπορικού δικτύου, το οποίο επωφελούνταν από την εισαγωγή τοπικών οικιακών ειδών, αμφορέων και λυχναριών που βρέθηκαν στο σημείο. Επιπλέον, τα υπολείμματα εκλεκτής κεραμικής και αμφορέων που εισάγονταν από το εξωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας αποτελούν σαφή ένδειξη ότι οι κοιλάδα του Μπερμπατίου είχε πρόσβαση τουλάχιστον σε έμμεσες εμπορικές επαφές πέρα από την περιοχή της μέσω των τοπικών ή περιφερειακών αγορών. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα οι εμπορικές επαφές του Πυργούθι ήταν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένες προς την Κορινθία και την Κόρινθο και όχι προς το Άργος και την αργολική πεδιάδα.
Εικάζεται ότι η αγροικία του Πυργούθι ήταν ιδιοκτησία ενός ανεξάρτητου αγρότη, δικαιούχου πλήρους κυριότητας. Πιθανότατα, το Πυργούθι δεν ήταν το μοναδικό αγρόκτημα της Ύστερης Αρχαιότητας στην κοιλάδα του Μπερμπατίου.
Η χρήση της Ύστερης Αρχαιότητας του χώρου διήρκεσε για μια περίοδο από πενήντα έως εκατό χρόνια.

Ευρήματα της αγροικίας της Ύστερης Αρχαιότητας στο Πυργούθι Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Μεγάλος αμφορέας με κυλινδρικό λαιμό και δύο οριζόντιες λαβές αμφίπλευρες στον ώμο, 550-650 μ.Χ.
Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Σφαιρικός αμφορέας με μονή λαβή και διπλωμένο χείλος (αριστερά) και σφαιρικός αμφορέας με κωνικό λαιμό και δύο κάθετες λαβές αμφίπλευρα (δεξιά), 550-650 μ.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Κεραμίδια στέγης της αγροικίας του Πυργούθι και μεγάλος αμφορέας μεταφοράς, μ.Χ. 550-650
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Σφαιρικές πρόχοι με μονή λαβή (αριστερά-δεξιά) και λυχνάρι με διακόσμηση κλαδιού φοίνικα (μέση), 550-650 μ.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Μικρός οξυπύθμενος αμφορέας με μία κάθετη λαβή, πιθανόν εισαγόμενος από τη Μικρά Ασία, 550-650 μ.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Λίθινο ιγδίο (γουδί) και δοίδυκας (γουδοχέρι), 550-650 μ.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Σιδερένιο υνί, 550-650 μ.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Σιδερένιο δρεπάνι και σιδερένια καρφιά, 550-650 μ.Χ.
Τα Καρφιά πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή της στέγης ή σε κάποια άλλη ξύλινη κατασκευή όπως μια πρέσα κρασιού.
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Σιδερένια καρφιά, σιδερένια αλυσίδα με έξι κρίκους (550-650 μ.Χ.) και πλακίδιο από κράμα χαλκού με εγχάρακτη παράσταση αίγας (7ος-6ος αι. π.Χ.)
Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

Αναπαράσταση του εσωτερικού του Πύργου της Ύστερης Αρχαιότητας στο Πυργούθι (J. Hjohlman, 2005)
Γεωργία & Αγροτική παραγωγή
Μια αναπαράσταση της καλλιέργειας στη θέση Πυργούθι στην Ύστερη Αρχαιότητα, βασισμένη στην επίπλευση δειγμάτων εδάφους, δείχνει ότι τα σιτάρια πιθανότατα καλλιεργούνταν σε μεγάλη κλίμακα στην κοιλάδα του Μπεμρπατίου. Κριθάρι, σιτάρι και βρώμη βρέθηκαν σε μεγάλες ποσότητες όπως και υποπροϊόντα από τον καθαρισμό αυτών και άλλων καλλιεργειών. Η καλλιέργεια σιτηρών υποδεικνύεται περαιτέρω από τα ευρήματα σιδερένιων εργαλείων που σχετίζονται με την καλλιέργεια, όπως το υνί για το όργωμα και το δρεπάνι για τον θερισμό. Ο νερόμυλος που φαίνεται να λειτουργούσε στις όχθες του ποταμού Αστερίων κατά τους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους, πιθανότατα λειτουργούσε ακόμη κατά τον έκτο και έβδομο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε από τους γεωργούς του Πυργούθι για την παραγωγή αλευριού.
Εντός του Πύργου, διαπιστώθηκε η παρουσία σιταριού τύπου durum/carthlicum, του λεγόμενου περσικού σίτου που σπάνια συναντάται εκτός της περιοχής του Καυκάσου και της Μαύρης Θάλασσας, υποδηλώνοντας ότι αυτός ο τύπος σιταριού είτε εισήχθη και καθαρίστηκε στο Πυργούθι ή ότι αντιπροσωπεύει την τοπική καλλιέργεια κάποιας εισαγόμενης καλλιέργειας σίτου.
Εντοπίστηκαν επίσης ορισμένες καλλιέργειες οσπρίων: φακές, κουκιά, μπιζέλια, ισπανικός βίκος, πικρός βίκος, λαθούρι και χαρούπι, που χρησιμοποιούνται ως καλά συμπληρώματα για το κρέας και τα σιτηρά ή για ιατρικούς σκοπούς και για ζωοτροφές. Η πλειονότητα αυτών των οσπρίων πιθανότατα καλλιεργούνταν επί τόπου, εναλλακτικά ή εναλλάξ με σιτηρά και άλλες καλλιέργειες. Μερικά από τα όσπρια μπορεί επίσης να είχαν εισαχθεί στην κοιλάδα από περιφερειακές αγορές.
Ίχνη σύκων, καρυδιών και ροδιών δείχνουν ότι καταναλώνονταν στην περιοχή και υποδεικνύουν επίσης τη δενδροκομία. Τα αποξηραμένα σύκα θεωρούνται μερικές φορές ως τροφή έκτακτης ανάγκης και μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφή.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελαιοκαλλιέργεια και η παραγωγή ελαιολάδου συνέχισε να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικονομίας της κοιλάδας και τον 6ο αιώνα. Ωστόσο η ελαιοπαραγωγή δεν έχει συσχετιστεί με την θέση Πυργούθι καθώς δεν εντοπίστηκε κάποιος αλεστικός εξοπλισμός αλλά ούτε και δείγματα ελαιολάδου σε κάποια από τα κεραμικά δείγματα που αναλύθηκαν για οργανικά υπολείμματα.
Αναλύσεις δειγμάτων ξυλάνθρακα από τη θέση Πυργούθι αποδεικνύουν την παρουσία της ελιάς όπως και του κέδρου ως ξυλεία στην κατασκευή του πύργου. Οι βιοκλιματικές συνθήκες και οι φυσικοί σχηματισμοί της περιοχής ευνόησαν την ανάπτυξη των δύο τύπων δέντρων στη περιοχή.
Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, ο πύργος στο Πυργούθι χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την παραγωγή κρασιού, αν κρίνουμε από τις εγκαταστάσεις, τα ευρήματα και τις χημικές αναλύσεις. Η παρουσία του ληνού και τα αποτελέσματα από την ανάλυση των υπολειμμάτων που διενεργήθηκε σε ένα θραύσμα από τον σωλήνα του ληνού καθώς και τέσσερα θραύσματα κεραμικής από αμφορείς που βρέθηκαν μέσα στον πύργο δείχνουν ότι το πιεστήριο χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την παραγωγή κρασιού. Τα επιφανειακά υπολείμματα από τρία από τα δείγματα έδειξαν επίσης την παρουσία ρητίνης, πιθανώς ρητίνης πεύκου, που μπορεί να προήλθε από τη διαδικασία παραγωγής. Η ρητίνη χρησιμοποιήθηκε συνήθως ως σφραγιστικό για το εσωτερικό των αμφορέων, αλλά χρησιμοποιήθηκε επίσης ως συντηρητικό ή ως αρωματικό.

Καταστροφή και εγκατάλειψη
Με βάση τα ευρήματα που χρονολογήθηκαν κυρίως στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα και ορισμένα στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα, η χρήση του χώρου στην Ύστερη Αρχαιότητα διήρκεσε για μια περίοδο μεταξύ πενήντα και εκατό χρόνων, μεταξύ του 550-650 μ.Χ.
Η αγροικία φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε κάποια στιγμή κατά το πρώτο μισό του 7ου αιώνα μετά την καταστροφή του Πύργου σε πυρκαγιά που ακολουθήθηκε αμέσως από την κατάρρευση της κεραμοσκεπής. Τα κτίρια στα νότια και δυτικά του πύργου δεν έδειξαν ίχνη καταστροφικής πυρκαγιάς. Φαίνεται ότι οι κεραμοσκεπές αυτών των κτιρίων υποχώρησαν ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης του χώρου και της σταδιακής αποσύνθεσης των ξύλινων ζευκτών στέγης και των πλινθόκτιστων τοίχων.
Το γεγονός ότι βρέθηκαν πολύτιμα μεταλλικά αντικείμενα όπως το υνί, ένα δρεπάνι και άλλα μεταλλικά αντικείμενα αλλά και γυάλινα αγγεία και καλοδιατηρημένα αγγεία υποδηλώνει ότι τα κτίρια εγκαταλείφθηκαν πολύ σύντομα και βιαστικά μετά την καταστροφή του πύργου. Η έλλειψη στοιχείων για μόνιμη κατοχή της θέσης τους επόμενους αιώνες και η χαμηλή δραστηριότητα στην κοιλάδα, υποδηλώνουν ότι η τοποθεσία καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε σε συνδυασμό με μια εξωτερική απειλή.
Μια εύλογη θεωρία που έχει διατυπωθεί για να εξηγήσει την καταστροφή και την εγκατάλειψη της αγροικίας του Πυργούθι είναι οι επιδρομές σλαβικών φυλών. Οι Σλάβοι για τις μετακινήσεις τους χρησιμοποιούσαν φυσικά τους δρόμους που ήταν σε χρήση από την Αρχαιότητα και κατά την Ύστερη Αρχαιότητα ο βασικός δρόμος που οδηγούσε από την Κόρινθο στο Άργος ήταν η «Κοντοπόρεια».
Ο χώρος στη θέση Πυργούθι χρησιμοποιήθηκε ξανά κατά τη Μεσαιωνική και Νεότερη περίοδο, αλλά ευρήματα δείχνουν μια προσωρινή και όχι μόνιμη χρήση του χώρου.
Βιβλιογραφία
Hjohlman J., “Pirgouthi in Late Antiquity”, Pirgouthi A Rural Site in the Berbati Valley from Early Iron Age to Late Antiquity, Excavations by the Swedish Institute at Athens 1995 and 1997, Stockholm 2005
Penttinen A., “From the Early Iron Age to the Early Roman times”, Pirgouthi A Rural Site in the Berbati Valley from Early Iron Age to Late Antiquity, Excavations by the Swedish Institute at Athens 1995 and 1997, Stockholm 2005
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Λόφος του Μαστού
Από σημαντικό οικισμό της Ύστερης Νεολιθικής εποχής και σπουδαίο χώρο παραγωγής μυκηναϊκής κεραμικής σε οχυρωμένο οικισμό κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, ο λόφος του Μαστού υπήρξε το πιο κυρίαρχο ορόσημο της κοιλάδας ανά τους αιώνες.

Η Ρωμαϊκή Περίοδος
Γύρω στο 300 μ.Χ. μια ρωμαϊκή έπαυλη με βοηθητικές εγκαταστάσεις που συνδέονται με την αγροτική παραγωγή χτίστηκε στο κέντρο της κοιλάδας και έπαιξε σημαντικό ρόλο για τους οικισμούς της περιοχής.

Η Δυτική Νεκρόπολη
Το νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων του Μπερμπατίου βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο ΒΔ από τον λόφο του Μαστού, στις χαμηλότερες παρυφές του διάσελου προς Μυκήνες, με προσανατολισμό τον ποταμό Αστερίων…